Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ταχτοποιούμαι

  • 1 приткнуть

    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. καρφιτσώνω•

    бант булавкой καρφιτσώνω το φιόγκο με παραμάνα.

    2. χώνω, βολεύω ταχτοποιώ διευθετώ•

    -и вещи в уголок χώσε τα πράγματα στη γωνία.

    3. μτφ. βάζω, ταχτοποιώ σε δουλειά χώνω.
    1. βολεύομαι, ταχτοποιούμαι στενόχωρα• στριμώχνομαι. || καταλύω, βρίσκω κατάλυμα, χώνομαι κάπου.
    2. μτφ. (απλ.) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι σε δουλειά• χώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приткнуть

  • 2 разместить

    разместить, размещать τοποθετώ, εγκαθιστώ· διανέμω (распределить) \разместиться (занять место) ταχτοποιούμαι, εγκαθιστώμαι
    * * *
    = размещать
    τοποθετώ, εγκαθιστώ; διανέμω ( распределить)

    Русско-греческий словарь > разместить

  • 3 разместиться

    ( занять место) ταχτοποιούμαι, εγκαθιστώμαι

    Русско-греческий словарь > разместиться

  • 4 устроить

    устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι
    * * *
    1) ( организовать) οργανώνω, κάνω

    устро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά

    2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω
    3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω

    Русско-греческий словарь > устроить

  • 5 устроиться

    устро́итьсяся на рабо́ту — πιάνω δουλειά

    как вы устро́ились? — πώς ταχτοποιηθήκατε

    2) ( наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι

    Русско-греческий словарь > устроиться

  • 6 квартира

    θ.
    1. διαμέρισμα, κατοικία.
    2. πλθ. -ы (στρατ.) καταλύματα•

    расположиться на зимние -ы ταχτοποιούμαι σε χειμερινά καταλύματα.

    Большой русско-греческий словарь > квартира

  • 7 ладить

    лажу, ладишь
    ρ.δ.
    1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•

    ладить со всеми τά χω καλά με όλους•

    один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•

    они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).

    2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•

    дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•

    ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.

    3. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•

    он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.

    1. ταιριάζω•

    беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.

    2. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ладить

  • 8 наладить

    -лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•

    наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•

    наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.

    2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.
    3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.
    4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.
    5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.
    6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.
    1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.
    3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•

    -лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.

    Большой русско-греческий словарь > наладить

  • 9 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 10 прибить

    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω•

    прибить дощечкук дв-ри καρφώνω σανιδίτσα στην πόρτα•

    прибить полови-щг καρφώνω πατωσάνιδο.

    2. ρίχνω κάτω, λυγίζω, κάμπτω•

    град -ил рожь к земле το χαλάζι, έρριζε καταγής τη βρίζα•

    дождм пыль -ло η βροχή παρέσυρε τη σκόνη.

    3. (απλ.) χτυπώ, ξυλοφοτώνω.
    1. καρφώνομαι.
    2. κάμπτομαι., λυγίζω, πέφτω, ρίχνομαι χάμω, καταγής. || παρασέρνομαι.
    3. μτφ. (απλ.) ενώνομαι. || ταχτοποιούμαι προσωρινά.

    Большой русско-греческий словарь > прибить

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»