-
1 ταχινα
-
2 ταχινά
-
3 ταχινά
ταχινόςneut nom /voc /acc plταχινά̱, ταχινόςfem nom /voc /acc dualταχινά̱, ταχινόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 ταχίνας
ταχίνᾱς, ταχίναςhare: masc acc plταχίνᾱς, ταχίναςhare: masc nom sg (epic doric aeolic) -
5 ταχινάς
ταχινά̱ς, ταχινόςfem acc pl -
6 ταχίναν
ταχίνᾱν, ταχίναςhare: masc acc sg (epic doric aeolic)ταχίναςhare: masc acc sg -
7 ταχινός
-
8 ταχινός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχινός
См. также в других словарях:
ταχινά — ταχινός neut nom/voc/acc pl ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc/acc dual ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχινά — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) βλ. ταχινός … Dictionary of Greek
ταχίνας — ταχίνᾱς , ταχίνας hare masc acc pl ταχίνᾱς , ταχίνας hare masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχινάς — ταχινά̱ς , ταχινός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχίναν — ταχίνᾱν , ταχίνας hare masc acc sg (epic doric aeolic) ταχίνας hare masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχινός — ή, ό / ταχινός, ή, όν, ΝΑ, και ταχυνός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. πρωινός 2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή α) το πρωινό β) πρωινή δροσιά, πάχνη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός ο πλανήτης Αφροδίτη αρχ. ταχύς. επίρρ... ταχινά Α (ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν … Dictionary of Greek