-
1 ταφη
ἥ1) похороны, погребение Her.2) тж. pl. место погребения, гробница, могила Her., Soph.3) плата за погребение(ἥ τοῦ πατρὸς τ. Dem.)
-
2 ταφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταφή
-
3 ταφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταφή
-
4 ταφή
η погребение; похороны -
5 ταφή
погребение, похороны.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ταφή
-
6 μεγαλοπρεπης
21) великолепный, пышный, роскошный(δεῖπνον Her.; ταφή Plat.; ἵππος Xen.)
; роскошный, щедрый(δωρεά Her.)
2) пышный, блестящий(λόγοι Plat.; δόξα NT.)
νεανικοὴ καὴ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat. — полные юношеского пыла -
7 σεμνος
31) окруженный почитанием, свято чтимый, священный(Ἀπόλλων Aesch.; τὸ ὄνομα Soph.)
σεμναὴ (θεαί) Aesch., Eur., Arph., Thuc. = Ἐρινύες2) посвященный богам, святой(δόμος Pind.; ἔργα Aesch.)
3) возвышенный, высокий, важный, величавый(πράγματα Arph.; λόγοι Arst.)
οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν Plat. — наиболее высокопоставленные граждане;ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέειν Her. — важно восседать на важном седалище4) великолепный, торжественный, пышный(ἱμάτια Arph.; ταφή Xen.)
5) важничающий, гордый, надменный, высокомерный(ἔπη Soph.)
6) благочестивый NT. - см. тж. σεμνόν См. σεμνον -
8 υπερβεβλημενος
31) превосходный, необыкновенный(γυνή Eur.)
ὑπερβεβλημένην φύσιν ἔχειν Plat. — обладать исключительными дарованиями2) великолепный, пышный(ταφή Plat.)
-
9 קבר
קֶבֶר
гроб, гробница, могила, погребальное место.
LXX: 5028, 3418 (μνῆμα), 3419 (μνημεῖον), 5027 (ταφή). -
10 5027
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5027
См. также в других словарях:
ταφή — burial fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφή — η, ΝΜΑ, και ταπή Α η τοποθέτηση νεκρού σώματος μέσα στη γη, μέσα σε τάφο, ενταφιασμός, θάψιμο (α. «στην ταφή σου με την πάχνη χύν η βρύση το νερό», Σολωμ. β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ. γ. «ταφῆς… … Dictionary of Greek
ταφῇ — θάπτω honour with funeral rites aor subj pass 3rd sg ταφῆι , ταφεύς burier masc dat sg (epic ionic) ταφή burial fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφή — η απόθεση νεκρού στο μνήμα, θάψιμο, ενταφιασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
ταφῆι — ταφῇ , θάπτω honour with funeral rites aor subj pass 3rd sg ταφεύς burier masc dat sg (epic ionic) ταφῇ , ταφή burial fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφαῖς — ταφή burial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφαῖσι — ταφή burial fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφαί — ταφή burial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφήν — ταφή burial fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek