-
1 ταυρο-
-
2 ταυρο-κτόνος
ταυρο-κτόνος, Stiere mordend, schlachtend, λέων, Soph. Phil. 398; – mit verändertem Tone, ταυρό-κτονος, vom Stiere getödtet.
-
3 ταυρό-πους
ταυρό-πους, ποδος, ὁ, ἡ, stierfüßig, Eur. I. A. 275, ταυρόπουν σῆμα.
-
4 ταυρό-φορος
ταυρό-φορος, von Stieren getragen, Sp.
-
5 ταυρό-κρᾱνος
ταυρό-κρᾱνος, = ταυροκέφαλος; Ὠκεανός, Eur. Or. 1378; Ep. ad. 296 ( Plan. 126).
-
6 ταυρό-κερως
ταυρό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, mit Stierhörnern, ϑεός, Eur. Bacch. 100, wie Euphor. lr. 14.
-
7 ταυρό-κολλα
ταυρό-κολλα, ἡ, Stierleim, Pol. 6, 23, 3.
-
8 ταυρό-δετος
ταυρό-δετος, mit Stierleim gebunden, befestigt, Eur. frg. Cret. 2, 8.
-
9 ταυρό-μορφος
ταυρό-μορφος, von Stiergestalt; ὄμμα πατρὸς ταυρόμορφον, Eur. Ion 1261; Lycophr. 1299.
-
10 ταυρό-θροος
ταυρό-θροος, mit Suerstimme, Tzetz. P. H. 270.
-
11 ταυρό-θυτος
ταυρό-θυτος, worauf od. wobei ein Stier geopfert wird, λοιβαί Orph. Arg. 612.
-
12 ταυρο-πρός-ωπος
ταυρο-πρός-ωπος, mit Stierangesicht, Schol. Ap. Rh. 2, 168.
-
13 ταυρο-πόλος
ταυρο-πόλος, ὴ, auch ταυροπόλη, Beiw. der Artemis, entweder die mit Stieropfern verehrte oder die bei den Tauriern verehrte und jene Gegend schützend umwandelnde, oder auch die mit Stieren fahrende od. Stiere erlegende; Soph. Ai. 172, wo ταυροπόλα steht, wie Hesych. u. Suid.; ταυροπόλος, Phot., wie Eur. I. T. 1457; Ar. Lys. 447; D. Per. 610; D. Sic. 2, 46; Liv. 44, 44 sagt Diana, quam Tauropolon nominant. Vgl. noch Ath. VI, 256 e. – Ein Tempel derselben, ταυροπόλιον, wird Strab. XIV, 639 auf der Insel Δολίχη erwähnt.
-
14 ταυρο-πάρθενος
ταυρο-πάρθενος, ἡ, Stierjungfrau, Beiw. der von Zeus in der Verwandlung eines Stieres entführten Europa; auch der in eine Kuh verwandelten, mit Stierantlitz vorgestellten Jo, Lycophr. 1292.
-
15 ταυρο-πάτωρ
ταυρο-πάτωρ, ορος, einen Stier zum Vater habend, Syrinx, Theocr. syr. (XV, 21).
-
16 ταυρο-σφαγέω
ταυρο-σφαγέω, = ταυροκτονέω, ἐς σάκος Aesch. Spt. 43.
-
17 ταυρο-σφάγος
ταυρο-σφάγος, wie ταυροκτόνος, Stiere schlachtend, opfernd, ἡμέρα, der Opfertag, Soph. Trach. 606.
-
18 ταυρο-φυής
ταυρο-φυής, ές, in Stiergestalt, Nonn. D. 11, 151.
-
19 ταυρο-φόνος
ταυρο-φόνος, Stiere tödtend; τριετηρίς, Pind. N. 6, 41, bei welchem Feste Stiere geschlachtet werden; Herakles, Theocr. 17, 20; ϑήρ, Antp. Sid. 27 (VI, 219).
-
20 ταυρο-φανής
ταυρο-φανής, ές, stierähnlich, D. Per. 642.
См. также в других словарях:
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
θεοπρόπος — (5oς αι. π.Χ.). Χαλκουργός από την Αίγινα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατασκεύασε έναν χάλκινο ταύρο για λογαριασμό των Κερκυραίων, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών. To ιστορικό του ταύρου είναι το ακόλουθο: Κάποτε στην Κέρκυρα, ένας… … Dictionary of Greek
ιππόταυρος — ἱππόταυρος, ὁ (Α) αυτός που αποτελείται από ίππο και ταύρο («ἱππόταυρος ξυνωρίς» άμαξα στην οποία έχουν ζέψει ίππο και ταύρο, Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
ταυρομαχία — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… … Dictionary of Greek
ταύρειος — α, ο / ταύρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταύριος, ον και ταύρεος, έα, ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.) μσν. το θηλ … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Πασιφάη — Μυθικό πρόσωπο, κόρη του Ήλιου και της νύμφης Περσηίδας και σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Ο Ποσειδώνας, για να εκδικηθεί τον σύζυγό της, εμφύσησε στην Π. έσφοδρό ερωτικό πάθος προς τον ταύρο που ο Μίνως είχε αρνηθεί να θυσιάσει. Η Π.… … Dictionary of Greek