Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ταυρόκερως

См. также в других словарях:

  • ταυροκέρως — ταυρόκερως masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρόκερως — ταυρόκερω̆ς , ταυρόκερως adverbial ταυρόκερω̆ς , ταυρόκερως masc/fem nom pl ταυρόκερω̆ς , ταυρόκερως masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρόκερως — έρωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κέρατα ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κερως (< κέρας), πρβλ. ῥινό κερως] …   Dictionary of Greek

  • ταυροκέρωτι — ταυρόκερως masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυροκέρῳ — ταυρόκερως masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρόκερων — ταυρόκερω̆ν , ταυρόκερως masc/fem/neut gen pl ταυρόκερω̆ν , ταυρόκερως masc/fem acc sg ταυρόκερω̆ν , ταυρόκερως neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tavroceros — TAVROCĔROS, ótis, Gr. Ταυροκέρως, ωτος, ein Beynamen des Bacchus, der auf seine Art mit vorhergehendem einerley ist, sonst aber von τᾶυρος, ein Ochs, und κέρας, ein Horn, zusammen gesetzet ist. Gyrald. Synt. VIII. p. 282 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»