-
1 ταυρο-φανής
ταυρο-φανής, ές, stierähnlich, D. Per. 642.
См. также в других словарях:
ταυροφανής — ές, Α αυτός που έχει την εμφάνιση ταύρου, που μοιάζει με ταύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ἐλεφαντο φανής] … Dictionary of Greek