-
1 ταυρο-πάτωρ
ταυρο-πάτωρ, ορος, einen Stier zum Vater habend, Syrinx, Theocr. syr. (XV, 21).
-
2 ταυροπάτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταυροπάτωρ
-
3 ταυροπάτωρ
ταυρο-πάτωρ, ορος, einen Stier zum Vater habend -
4 ταυροπατωρ
См. также в других словарях:
στρουθοπάτωρ — ορος, ὁ, Μ ο πατέρας τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + πάτωρ (< πατήρ, πατρός), πρβλ. ταυρο πάτωρ] … Dictionary of Greek
ταυροπάτωρ — ορος, ό, ἡ, Α (για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. πατρο πάτωρ] … Dictionary of Greek