-
1 ταυροβόλιον
ταυρο-βόλιον, τό,A sacrificial slaughter of a bull, IGRom.4.494 (Pergam.), 499 (ibid.), IG22.4842.4; in Lat. form taurobolium, CIL10.1596 ([place name] Puteoli).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταυροβόλιον
-
2 ταυροβόλος
ταυρο-βόλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταυροβόλος
См. также в других словарях:
ταυροβόλιον — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην περσική γιορτή του θεού Μίθρα. Στη γιορτή αυτή θυσίαζαν ταύρο με το αίμα του οποίου έβρεχαν τα ενδύματα του ιερέα που έκανε τη θυσία. Η γιορτή αυτή μεταδόθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek
TAUROBOLIUM — Graece Ταυροβόλιον, et Criobolium, Graece Κριοβόλιον, sacrificia fastidiosissima atque operosissima Veter. alibi quam in saxis raro occurrentia, usitata fuêre, in dedicationibus Deûm Magnorum, Matris Deûm et Attidis, quibus ut propria memorantur … Hofmann J. Lexicon universale
ταυροβόλος — ον, Α 1. αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους 2. το θηλ. ἡ Ταυροβόλος προσωνυμία τής Αρτέμιδος και τής Αθηνάς στην Άνδρο 3. φρ. «ταυροβόλος τελετή» το ταυροβόλιον* επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο… … Dictionary of Greek