Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ταυροβόλιον

См. также в других словарях:

  • ταυροβόλιον — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην περσική γιορτή του θεού Μίθρα. Στη γιορτή αυτή θυσίαζαν ταύρο με το αίμα του οποίου έβρεχαν τα ενδύματα του ιερέα που έκανε τη θυσία. Η γιορτή αυτή μεταδόθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

  • TAUROBOLIUM — Graece Ταυροβόλιον, et Criobolium, Graece Κριοβόλιον, sacrificia fastidiosissima atque operosissima Veter. alibi quam in saxis raro occurrentia, usitata fuêre, in dedicationibus Deûm Magnorum, Matris Deûm et Attidis, quibus ut propria memorantur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ταυροβόλος — ον, Α 1. αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους 2. το θηλ. ἡ Ταυροβόλος προσωνυμία τής Αρτέμιδος και τής Αθηνάς στην Άνδρο 3. φρ. «ταυροβόλος τελετή» το ταυροβόλιον* επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»