-
1 ταρφειαί
ταρφειόςfem nom /voc pl -
2 ταρφειός
-
3 ταρφύς
A , prob. in Pers. 926 (lyr.):— thick, close,θρίξ A.Th.
l.c.; ταρφέος ἐχέτλης Orac. ap. Luc.JTr. 31: Hom. only uses the pl.,ταρφέες ἰοί Il.11.387
, Od.22.246;ταρφέας ἰούς Il.15.472
;ταρφέες κεραυνοί Hes.Th. 693
;ταρφέα δράγματα Il.11.69
: neut. pl. ταρφέα as Adv., ofttimes, often, 12.47, 13.718, 22.142, Od.8.379: regul. Adv.ταρφέως B.12.86
:—Hom. also has a fem. nom. ταρφειαί and acc. ταρφειάς, so accented by Aristarch. and found in most codd., ταρφειαὶ νιφάδες, κόρυθες, Il. 19.357, 359; ταρφειὰς [νιφάδας] 12.158; ταρφείας was prescribed (prob. wrongly) by [name] D.T.ap.Hdn.Gr.2.81 in Il.12.158. (Cf. τάρφος). -
4 ταρφύς
ταρφύς, εῖα, ύ, dicht, häufig; Hom. ταρφέες ἰοί, Il. 11, 387. 15, 472 Od. 22, 246; κεραυνοί, Hes. Th. 693; ταρφέα δράγματα, Il. 11, 69; ταρφέα adverbial, dicht, häufig, oft, 12, 47. 13, 718. 22, 142 Od. 8, 379; ταρφειαί s. unter ταρφειός; – Aesch. braucht es auch als adj. 2 Endgn, ταρφὺς ϑρίξ, Spt. 517; ταρφέος ἐχέτλης, Orak. bei Luc. Iov. trag. 31.
-
5 ἐκ-ποτέομαι
ἐκ-ποτέομαι, ion. u. poet. = ἐκπέτομαι, aus-, herabfliegen; ὅτε ταρφειαὶ νιφάδες Διὸς ἐκποτέονται Il. 19, 357; perf, ἐκπεπότημαι ϑυμὸν ἐπ' ἀγλαΐαις, ich fliege hoch hinaus in meinem Sinne, rersteige mich zu hoch, Eur. El. 177; vgl. Theocr. 2, 19. 11, 72, πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι, wohin versteigst du dich?
-
6 ταρφυς
ταρφεῖα(Aesch. ταρφύς)
, ταρφύ (pl. f тж. ταρφειαί) частый, густой(ἰοί Hom.; θρίξ Aesch.)
τὰ δράγματα ταρφέα πίπτει Hom. — охапка падает за охапкой -
7 ἐκφορέω
2 generally, carry out, Hdt.1.197, 9.116, Is.6.42 ([voice] Pass., ib.41):—[voice] Med., take out with one, E.Cyc. 234, etc.:— [voice] Pass., move forth,ὣς τότε ταρφειαὶ κόρυθες.. νηῶν ἐκφορέοντο Il.19.360
.3 dig out, of earth dug from a trench, Hdt.2.150 ([voice] Pass.), 7.23; of metal from mines, X.Vect.4.2 ([voice] Pass.).5 in [voice] Pass., to be cast on shore, Hdt.8.12.6 blab, blurt out, dub. in Hermesian.7.98.7 [voice] Med., distrain upon goods, D.47.53,75.9 ἐκφορεῖ· σπανίζει ὑπάρχοντα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκφορέω
См. также в других словарях:
ταρφειαί — ταρφειός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάρφος — εος και ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. τάρφος, που μαρτυρείται στον πληθ. τάρφεα, τάρφεσι, όσο και το επίθ. ταρφύς (πρβλ. κρατύς: κράτος, ταχύς: τάχος) είναι αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη… … Dictionary of Greek