Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ταρμύσσω

См. также в других словарях:

  • ταρμύσσω — Α φοβίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. με επίθημα ύσσω (πρβλ. αἰθύσσω), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν ούτε η σύνδεση με το ρ. τρέμω και με τα τέ τραμ ος / τετραμαίνω ούτε η αναγωγή τής λ. σε αμάρτυρο τ. *ταρμός (< τείρω «ταλαιπωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • ταρμύξασθαι — ταρμύσσω frighten aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρμύσσειν — ταρμύσσω frighten pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρμύσσουσαν — ταρμύσσω frighten pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατάρμυκτος — ἀτάρμυκτος, ον (Α) [ταρμύσσω] (για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς …   Dictionary of Greek

  • trem-, trems- —     trem , trems     English meaning: to thump; to tremble     Deutsche Übersetzung: “trippeln, trampeln” and “zittern”     Note: (contaminated with tres ); the same Doppelbed. by trep .     Material: Gk. τρέμω “tremble” (= Lat. tremō, Alb.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»