-
1 ταρῑχοπώλης
ταρῑχο-πώλης, ὁ, der eingesalzene Fische verkauft -
2 ώραιο-πώλης
ώραιο-πώλης, ὁ, 1) reife Sommerfrüchte verkaufend. – 2) seine Schönheit verkaufend, mit seiner Schönheit Handel treibend, Sp. – 3) = ταριχοπώλης, Hesych. (s. ὡραῖος 2).
См. также в других словарях:
ταριχοπώλης — ταρῑχοπώλης , ταριχοπώλης dealer in salt fish masc nom sg ταρῑχοπώλης , ταριχοπωλέω sell salt fish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχοπώλης — ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + πώλης*] … Dictionary of Greek
ταριχοπωλώ — έω, Α [ταριχοπώλης] πουλώ παστά ψάρια, είμαι ταριχοπώλης* … Dictionary of Greek
ταριχοπώλας — ταρῑχοπώλᾱς , ταριχοπώλης dealer in salt fish masc acc pl ταρῑχοπώλᾱς , ταριχοπώλης dealer in salt fish masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
ταριχέμπορος — ον, ΜΑ έμπορος παστών ψαριών, ταριχοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ἔμπορος] … Dictionary of Greek
ταριχηγός — ὁ, Α ταριχοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ ηγός] … Dictionary of Greek
ταριχοπώλιον — και ταριχοπωλεῑον, τὸ, Α [ταριχοπώλης] χώρος πώλησης παστών ψαριών … Dictionary of Greek
ωραιοπώλης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που πουλάει φρέσκα φρούτα 2. «ταριχοπώλης» 3. «ὁ τὴν ἀκμὴν πωλήσας». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + πώλης*] … Dictionary of Greek
ταριχοπῶλαι — ταρῑχοπῶλαι , ταριχοπώλης dealer in salt fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχοπώλην — ταρῑχοπώλην , ταριχοπώλης dealer in salt fish masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)