-
1 ταριχηρός
ταριχηρόςof: masc nom sg -
2 ταριχηρός
A of or for pickled food, τ. κεράμιον a pickling-jar, Arist.HA 534a21; τ. ὀσμαί of it, ib.19; τ. γάρος salt fish pickle, S.Fr. 606; τὰ τ., opp. τὰ πρόσφατα, Gal.6.351; κρέας τ. Chrysipp.Stoic.3.199, cf. PPetr.3p.167 (iii B.C.), Arr.An.4.21.10, Gal.15.739; φαληρίδες Cleomenes ap.Ath.9.393c.II -ηρός, ὁ, pickler,τετάρτη -ηρῶν PPetr.3p.300
(iii B.C.); ἡ σύνταξις ἡ τῶν σειτοποιῶν καὶ τῶν τ. PFay.15.4 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταριχηρός
-
3 ταριχηρά
ταριχηρόςof: neut nom /voc /acc plταριχηρά̱, ταριχηρόςof: fem nom /voc /acc dualταριχηρά̱, ταριχηρόςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
4 ταριχηρόν
ταριχηρόςof: masc acc sgταριχηρόςof: neut nom /voc /acc sg -
5 ταριχηραί
ταριχηρόςof: fem nom /voc pl -
6 ταριχηροί
ταριχηρόςof: masc nom /voc pl -
7 ταριχηρών
-
8 ταριχηρῶν
-
9 ταριχηρά
-
10 ταριχηρᾷ
-
11 ταριχηράς
-
12 ταριχηρᾶς
-
13 ταριχηραίς
-
14 ταριχηραῖς
-
15 ταριχηροίς
-
16 ταριχηροῖς
-
17 ταριχηρού
-
18 ταριχηροῦ
-
19 ταριχηρώ
-
20 ταριχηρῷ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ταριχηρός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχηρός — και συντετμημένος τ. ταρχηρός, ά, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα 2. (ιδίως για σκεύος) κατάλληλος για την εναπόθεση παστών τροφίμων 3. (για τρόφιμα) παστωμένος 4. παλαιός («ταριχηρὸν οὖρον», πάπ.) 5. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
ταριχηρά — ταριχηρός of neut nom/voc/acc pl ταριχηρά̱ , ταριχηρός of fem nom/voc/acc dual ταριχηρά̱ , ταριχηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχηρῶν — ταριχηρός of fem gen pl ταριχηρός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχηρόν — ταριχηρός of masc acc sg ταριχηρός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχηραῖς — ταριχηρός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχηραί — ταριχηρός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχηροῖς — ταριχηρός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχηροί — ταριχηρός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχηροῦ — ταριχηρός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχηρᾶς — ταριχηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)