Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ταρβᾰλέος

См. также в других словарях:

  • ταρβαλέος — affrighted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβαλέος — α, ον, ΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο αρχ. (με παθ. σημ.) γεμάτος φόβο, καταφοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ταρβαλέα — ταρβαλέος affrighted neut nom/voc/acc pl ταρβαλέᾱ , ταρβαλέος affrighted fem nom/voc/acc dual ταρβαλέᾱ , ταρβαλέος affrighted fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβαλέαι — ταρβαλέος affrighted fem nom/voc pl ταρβαλέᾱͅ , ταρβαλέος affrighted fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβαλέον — ταρβαλέος affrighted masc acc sg ταρβαλέος affrighted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβαλέη — ταρβαλέος affrighted fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβαλέην — ταρβαλέος affrighted fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβαλέης — ταρβαλέος affrighted fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβαλέοι — ταρβαλέος affrighted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβαλέοις — ταρβαλέος affrighted masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβαλέοισι — ταρβαλέος affrighted masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»