Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ταρβόσῠνος

См. также в других словарях:

  • ταρβόσυνος — ύνη, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, τρομακτικός 2. αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. ταρβοσύνη (πρβλ. γηθοσύνη: γηθόσυνος)] …   Dictionary of Greek

  • ταρβοσύνη — ταρβόσυνος affrighted fem nom/voc sg (attic epic ionic) ταρβοσύνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβοσύνην — ταρβόσυνος affrighted fem acc sg (attic epic ionic) ταρβοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβοσύνῃ — ταρβόσυνος affrighted fem dat sg (attic epic ionic) ταρβοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβοσύνῳ — ταρβόσυνος affrighted masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»