-
1 ταρακτήριος
ταρακτήριος, = ταρακτικός, Schol. Plat. Hipp. mai. 429 in der Erkl. von τορύνη. S. τάρακτρον.
-
2 τάρακτρον
τάρακτρον, τό, Geräth zum Umrühren, Rührkelle, Ar. Pax 655. S. ταρακτήριος.
1 ταρακτήριος
ταρακτήριος, = ταρακτικός, Schol. Plat. Hipp. mai. 429 in der Erkl. von τορύνη. S. τάρακτρον.
2 τάρακτρον
τάρακτρον, τό, Geräth zum Umrühren, Rührkelle, Ar. Pax 655. S. ταρακτήριος.