-
1 ταπεινως
1) слабо, ничтожноτ. πράττειν Isocr. — быть слабым
2) низко, раболепно, угодливо(ζῆν Isocr.; ὁμιλεῖν Arst.)
3) пошло, вульгарно(λέγειν Arst.)
-
2 διοικεω
(aor. διῴκησα; pf. pass. διῴκημαι и δεδιῴκημαι)1) тж. med. жить особнякомδιοικεῖσθαι κατὰ κώμας Xen. — селиться отдельными деревнями2) управлять, руководить, заведовать(τέν πόλιν Thuc.; τάς τε οἰκίας καὴ τὰς πόλεις Plat.; τὰς πόλεις καὴ τοὺς ἰδίους οἴκους Arst.; νόμοις διοικεῖσθαι Dem.)
δ. τινι τὰ ποίμνια καὴ τὰ βουκόλια Plut. — заведовать чьими-л. стадами;τὰ ἐν αὑτοῖς ἴσως δ. Dem. — честно вести внутренние дела своей страны;πεντεκαίδεκα τάλαντα, ἃ διῴκησε Dem. — пятнадцать талантов, которые находились в его распоряжении3) устраивать(τέν ἀδελφέν καλῶς Dem.; πρεσβείας τὰς μεγίστας Plut.)
ἅπανθ΄, ὅσα βούλεται, διοικήσεται Dem. — он добьется всего, чего хочет;ταπεινῶς δ. τὸν ἑαυτοῦ βίον Isocr. — вести скромный образ жизни;αὑτὸν εὐτελῶς δ. Plut. — жить просто;διοικήσασθαι πρός τινα Dem. — договориться с кем-л.4) физиол. усваивать, переваривать(ὠμὰ κρέα Diog.L.)
-
3 υποπεπτωκοτως
(ὑ. καὴ ταπεινῶς τοῖς λόγοις χρῆσθαι Polyb.)
-
4 φυγαδικως
См. также в других словарях:
ταπεινῶς — ταπεινός low adverbial ταπεινόω lower pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… … Dictionary of Greek
υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… … Dictionary of Greek
ԽՈՆԱՐՀԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0962 Chronological Sequence: 11c, 12c մ. ταπεινῶς humiliter φιλιφρόνως benigne, humaniter. Խոնարհութեամբ. ցածութեամբ. պարկեշտութեամբ. մարդասիրապէս. *Կազմէ դարձեալ խոնարհաբար վասն տկարութեան լսողացն: Խոնարհաբար եւ հանդարտապէս ասէր: Տե՛ս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)