-
1 ταξιόομαι
1 station oneselfοὐλίῳ νιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.78
-
2 ταξιόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταξιόομαι
-
3 ταξιώται
ταξιόομαιengage in battle: pres subj mp 3rd sgταξιόομαιengage in battle: pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
4 ταξιῶται
ταξιόομαιengage in battle: pres subj mp 3rd sgταξιόομαιengage in battle: pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
5 ταξιούσθαι
-
6 ταξιοῦσθαι
См. также в других словарях:
ταξιῶται — ταξιόομαι engage in battle pres subj mp 3rd sg ταξιόομαι engage in battle pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξιοῦσθαι — ταξιόομαι engage in battle pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)