-
1 ταξιάρχω
ταξίαρχοςcommander of a corps: masc nom /voc /acc dualταξίαρχοςcommander of a corps: masc gen sg (doric aeolic)ταξιάρχηςmasc gen sg (attic epic ionic)——————ταξίαρχοςcommander of a corps: masc dat sg -
2 ταξιάρχῳ
Βλ. λ. ταξιάρχω
См. также в других словарях:
ταξιαρχώ — έω, ΜΑ [ταξίαρχος] μσν. 1. (κυρίως για τον Θεό) κυβερνώ, διοικώ 2. εκκλ. (σε μοναστήρι) έχω το αξίωμα τού ταξιάρχου αρχ. 1. είμαι διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων 2. είμαι ένας από τους δέκα ανώτερους διοικητές τού στρατού κάθε… … Dictionary of Greek
ταξιάρχω — ταξίαρχος commander of a corps masc nom/voc/acc dual ταξίαρχος commander of a corps masc gen sg (doric aeolic) ταξιάρχης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξιάρχῳ — ταξίαρχος commander of a corps masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)