Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ταξί

  • 1 такси

    такси с το ταξί; вызвать \такси καλώ (или φωνάζω) ταξί
    * * *
    с

    вы́звать такси́ — καλώ ( или φωνάζω) ταξί

    Русско-греческий словарь > такси

  • 2 такси

    ουδ. άκλ. το ταξί: маршрутное такси ταξί δρομολογίου•

    грузовое такси ταξί φορτηγό.

    Большой русско-греческий словарь > такси

  • 3 таксомоторный

    επ.
    του ή των ταξί•

    таксомоторный гараж γκαράζ των ταξί•

    -ое движение η κίνηση των ταξί.

    Большой русско-греческий словарь > таксомоторный

  • 4 стоянка

    стоянка ж 1) η στάση, ο σταθμός· το τέρμα (конечная) \стоянка такси η στάση του ταξί; -запрещена απαγορεύεται η στάση 2): якорная \стоянка το αγκυροβόλιο, η σκάλα
    * * *
    ж
    1) η στάση, ο σταθμός; το τέρμα ( конечная)

    стоя́нка такси́ — η στάση του ταξί

    стоя́нка запрещена́ — απαγορεύεται η στάση

    2)

    я́корная стоя́нка — το αγκυροβόλιο, η σκάλα

    Русско-греческий словарь > стоянка

  • 5 такси

    такси
    с τό ταξί:
    маршру́тное \такси ταξί δρομολογίου.

    Русско-новогреческий словарь > такси

  • 6 жгутоукладчик

    текст. о οδηγός-ταξι-νομητής νήματος ή κορδονιών.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жгутоукладчик

  • 7 такси

    το αγοραίο όχημα, разг. το ταξί (ξεν.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > такси

  • 8 таксист

    ο οδηγός ταξί, разг. о ταξιτζής.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таксист

  • 9 вызвать

    вызвать 1) καλώ, προσκα λώ, φωνάζω \вызватьврача φώναζα το γιατρό· \вызватьтакси καλώ τα ξί· \вызвать по телефону καλώ στο τηλέφωνο 2) (возбудить) διεγείρω, προκαλώ· \вызвать интерес προκαλώ ενδιαφέρον 3): \вызвать на состязание (на соревнование) καλώ σε αγώνα ( σε άμιλλα)
    * * *
    1) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω

    вы́звать врача́ — φωνάζω το γιατρό

    вы́звать такси́ — καλώ ταξί

    вы́звать по телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο

    2) ( возбудить) διεγείρω προκαλώ

    вы́звать интере́с — προκαλώ ενδιαφέρον

    3)

    вы́звать на состяза́ние (на соревнова́ние) — καλώ σε αγώνα (σε άμιλλα)

    Русско-греческий словарь > вызвать

  • 10 брать

    брать
    несов
    1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:
    \брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;
    2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:
    \брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;
    3. (в обладание, в пользование) παίρνω:
    \брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;
    4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:
    \брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;
    5. (взимать, взыскивать) παίρνω:
    \брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση.

    Русско-новогреческий словарь > брать

  • 11 маршрутный

    маршрут||ный
    прил τοῦ δρομολογίου:
    \маршрутныйное такси́ ταξί πού ἐκτελεί ὁρισμένο δρομολόγιο

    Русско-новогреческий словарь > маршрутный

  • 12 стоянка

    стоянка
    ж
    1. (остановка) ἡ στάση [-ις]:
    короткая \стоянка ἡ λιγόλεπτη στάση·
    2. (место) ἡ στάση [-ις], ὁ σταθμός/ ὁ καταυλισμός (тк. воен.):
    якорная \стоянка τό ἀγκυ-ροβόλιο[ν], ὁ δρμος, τό ἀραξοβόλι· \стоянка такси ἡ στάση τοῦ ταξί.

    Русско-новогреческий словарь > стоянка

  • 13 такси

    [τακσί] ουσ. ο. ταξί

    Русско-греческий новый словарь > такси

  • 14 такси

    [τακσί] ουσ ο ταξί

    Русско-эллинский словарь > такси

  • 15 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 16 таксировщик

    α. (υπάλληλος) ρυθμιστής της κίνησης των ταξί.

    Большой русско-греческий словарь > таксировщик

См. также в других словарях:

  • ταξί — (taxi). Αυτοκίνητο για τη μεταφορά επιβατών και φορτίων με κόμιστρο. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1903. Ως τ. χρησιμοποιούνται επιβατηγά αυτοκίνητα, φορτηγά καθώς και ειδικά οχήματα με κατάλληλη κατασκευή. Ταξί σε δρόμο του Λονδίνου …   Dictionary of Greek

  • τάξι — τάξις arranging fem voc sg τάξῑ , τάξις arranging fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξί — το άκλ. (λ. γαλλ.), αγοραίο επιβατικό αυτοκίνητο με ταξίμετρο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάξις — τάξῑς , τάξις arranging fem acc pl (epic doric ionic aeolic) τάξις arranging fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξίμετρο — Συσκευή που χρησιμοποιείται στα ταξί και δείχνει το ύψος του κομίστρου που πρέπει να πληρώσει ο επιβάτης. Πρόκειται για μηχανικό μετρητή με κύλινδρο, που παίρνει κίνηση από εύκαμπτο άξονα, ο οποίος με έναν υποπολλαπλασιαστή με οδοντωτούς τροχούς …   Dictionary of Greek

  • πιάτσα — η, Ν 1. η πλατεία 2. αγορά, παζάρι, ευρύχωρος χώρος όπου οι πωλητές εκθέτουν για πούλημα διάφορα είδη 3. η χρηματιστηριακή αγορά («η πιάτσα σήμερα είναι χαλαρωμένη» παρατηρείται πτώση τών τιμών, δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση) 4. φρ. α) «πιάτσα ταξί»… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοταξί — το, Ν άκλ. ταξί εφοδιασμένο με ραδιοτηλέφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. radiotaxi < λατ. radius «ακτίνα» + taxi(βλ. ταξί)] …   Dictionary of Greek

  • ταξιτζής — ο, θηλ. ταξιτζού, Ν οδηγός ή ιδιοκτήτης ταξί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταξί + κατάλ. τζής / τζού (πρβλ. καφε τζής)] …   Dictionary of Greek

  • ταρίφα — (Tarifa). Πόλη και λιμάνι της Ισπανίας στην επαρχία Κάδιξ, στον πορθμό του Γιβραλτάρ. Η πόλη (15.000 κάτ.) έχει μαυριτανικό φρούριο, αμφιθέατρο ταυρομαχιών, ιχθυοτροφεία και βιομηχανία διατηρημένων ψαριών. Κοντά στις ακτές της βρίσκεται το… …   Dictionary of Greek

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»