-
1 ταξίαρχος
ταξί-αρχος, ὁ, Anführer einer größerern Heeresabteilung, Oberster, Feldhauptmann. Bes. in Athen der Anführer einer τάξις, die eine φυλή stellte, also einer kleinern Schar, dasselbe, was bei der Reiterei φύλαρ χος -
2 ταξι-αρχία
ταξι-αρχία, ἡ, Amt oder Geschäft des ταξίαρχος, Sp.
-
3 ταξι-άρχης
ταξι-άρχης, ὁ, = ταξίαρχος; Aesch. frg. 168; Her. 7, 99. 9, 53; Arr. An. 2, 16, 11.
-
4 ταξιαρχία
ταξι-αρχία, ἡ, Amt oder Geschäft des ταξίαρχος
См. также в других словарях:
ταξίαρχος — commander of a corps masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξίαρχος — ο, ΝΜΑ (στην αρχ. Ελλ.) διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων νεοελλ. 1. (κατά την επανάσταση τού 1821) βαθμός αρχηγού άτακτου σώματος προσαρτημένου σε διοικητικές υπηρεσίες 2. στρ. βαθμός ανώτατου στρατιωτικού, ανώτερος τού… … Dictionary of Greek
ταξίαρχος — ο 1. ο διοικητής της ταξιαρχίας (βλ. λ.). 2. βαθμός ανώτατου αξιωματικού κατώτερος από το βαθμό του υποστράτηγου και ανώτερος από του συνταγματάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταξιάρχω — ταξίαρχος commander of a corps masc nom/voc/acc dual ταξίαρχος commander of a corps masc gen sg (doric aeolic) ταξιάρχης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Таксиарх — (Ταξίαρχος) в древних Афинах второй после стратегов военный чин. Т. командовали отдельными полками (τάξεις) тяжелой пехоты и были подчинены стратегам; их было, по числу фил, 10. Подобно стратегам и гиппархам, Т. избирались на должность в народном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ταξιάρχοις — ταξίαρχος commander of a corps masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξιάρχου — ταξίαρχος commander of a corps masc gen sg ταξιάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξιάρχους — ταξίαρχος commander of a corps masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξιάρχων — ταξίαρχος commander of a corps masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξιάρχῳ — ταξίαρχος commander of a corps masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξίαρχε — ταξίαρχος commander of a corps masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)