-
1 τανύ-πλεκτος
τανύ-πλεκτος, lang geflochten; τανυπλέκτων ἀπὸ μιτρᾶν ἐκρεμάσαντο, Aristodie. 1 (VII, 473); ἕρκος, Opp. Hal. 1, 33.
-
2 τανύπλεκτος
τᾰνύ-πλεκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανύπλεκτος
-
3 τανύπλεκτος
-
4 τανυπλεκτος
См. также в других словарях:
τανύπλεκτος — ον, Α αυτός που αποτελείται από μακριά πλέγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. εὔ πλεκτος] … Dictionary of Greek