-
1 τανύπτερος
τανύ-πτερος, mit ausgebreiteten langen Flügeln, oder die Flügel ausbreitend, dah. weit, schnell fliegend -
2 τανυ-πτέρυξ
τανυ-πτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, mit ausgebreiteten, ausgespannten od. langen Flügeln; auch weit od. schnell fliegend; οἰωνοί, Il. 12, 237; ἅρπη, 19, 350; νώτων, Antp. Th. 19 (IX, 59).
-
3 τανυσί-πτερος
τανυσί-πτερος, = τανύπτερος; ὄρνιϑες, κίχλαι, Od. 5, 65. 22, 468; οἰωνός, H. h. Merc. 213; ὄρνις, Hes. O. 214 Th. 525; Ar. Av. 1412. 1415; δίκα, Mesomed. 1.
См. также в других словарях:
τανύπτερος — with extended wings masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύπτερος — και τανυσίπτερος, ον, Α αυτός που έχει τεντωμένες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ότερος (< πτερόν). Ο τ. ταννσί πτερος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek
τανύπτερον — τανύπτερος with extended wings masc/fem acc sg τανύπτερος with extended wings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυπτέροισι — τανύπτερος with extended wings masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύπτεροι — τανύπτερος with extended wings masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίς — ίδος, ἡ, Α 1. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα 2. ονομασία πτηνού («τανύπτερος... πορφυρίς», Ίβοκ.) 3. α) το φυτό άγ χουσα β) το φυτό ὠκιμοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. φοινικ ίς)] … Dictionary of Greek
τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) … Dictionary of Greek
τανυσίπτερος — ον, ΝΜΑ βλ. τανύπτερος … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek