-
1 τανύζω
-
2 τανύω
-
3 τανυώ
См. также в других словарях:
τανύζω — Ν βλ. τανύω … Dictionary of Greek
τανύζω — τάνυσα 1. τεντώνω, τσιτώνω, καργάρω. 2. το μέσ., τανύζομαι και τανιέμαι τανύστηκα, τανυσμένος, τεντώνομαι, τσιτώνομαι: Όταν ξυπνώ το πρωί τανύζομαι. 3. σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή γέννα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek
εκτανύω — ἐκτανύω (Α) 1. εκτείνω, απλώνω, ξαπλώνω («ὁ δ ὕπτιος ἐξετανύσθη» ξαπλώθηκε ανάσκελα, Ιλ. Η) 2. τεντώνω, εκτείνω, τανύζω 3. επεκτείνω … Dictionary of Greek
τανύζομαι — τανύζομαι, τανύστηκα, τανυσμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: τανύζομαι : σπάνια η ενεργητική φωνή (τανύζω, βλ. πίν. 33 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρατσιτώνω — παρατσίτωσα, παρατσιτώθηκα, παρατσιτωμένος, τεντώνω απ όλες τις πλευρές κάτι πολύ, τανύζω: Το παρατσίτωσε ο τεχνίτης το δέρμα στο τύμπανο κι έσπασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)