-
1 ταντάλειος
A v. Τάνταλος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταντάλειος
-
2 Τάνταλος
Aξυνῆκα γὰρ τοὺς Ταντάλου κήπους τρυγῶν Com.Adesp.530
:— Adj. [full] Ταντάλ-ειος, α, ον, also ος, ον (v. infr.), of or belonging to T., οἱ Τ. ἔκγονοι the descendants of T., E.El. 1176; Πέλοψ ὁ Τ. Id.IT1, cf. 988, etc.; τιμωρία Ταντάλειος Poet. ap. Plb.4.45.6, cf. Ph.1.512;Τ. δίκας ὑποφέρειν Luc.Am.53
; also [suff] ταντᾰλ-εος, α, ον, AP5.235 (Paul. Sil.); [suff] ταντᾰλ-ικός, ή, όν, Man.5.187:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τάνταλος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский