-
1 τανταλάσσεται
τανταλάσσεται δάκρυα· στάζει δάκρυα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανταλάσσεται
См. также в других словарях:
τανταλάσσεται — Α (κατά τον Ησύχ.). «τανταλάσσεται δάκρυα στάζει δάκρυα» … Dictionary of Greek