-
1 ταναιμυκος
-
2 ταναίμυκος
τᾰναίμῡκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταναίμυκος
-
3 ταναίμυκος
ταναί-μυκος, weithin od. sehr brüllend -
4 ταναι-μύκης
ταναι-μύκης ες, = ταναίμυκος.
-
5 ταναιμύκου
ταναιμύ̱κου, ταναίμυκοςfar-bellowing: masc /fem /neut gen sg
См. также в других словарях:
ταναίμυκος — ον, Α (για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («δέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί μυκος < ταναός* «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι , παλαι (πρβλ. ταλαί πωρος*) + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά μυκος] … Dictionary of Greek
ταναιμύκου — ταναιμύ̱κου , ταναίμυκος far bellowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)