-
1 ταμία
ταμίᾱ, τάμιαςone who carves and distributes: masc nom /voc /acc dualτάμιαςone who carves and distributes: masc voc sgταμίᾱ, τάμιαςone who carves and distributes: masc voc sg (attic)ταμίᾱ, τάμιαςone who carves and distributes: masc gen sg (doric aeolic)τάμιαςone who carves and distributes: masc nom sg (epic)ταμίᾱ, ταμίαhousekeeper: fem nom /voc /acc dualταμίᾱ, ταμίαhousekeeper: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ταμίᾱ, ταμίαςmasc nom /voc /acc dualταμίαςmasc voc sgταμίᾱ, ταμίαςmasc voc sg (attic)ταμίᾱ, ταμίαςmasc gen sg (doric aeolic)ταμίαςmasc nom sg (epic)——————ταμίαι, τάμιαςone who carves and distributes: masc nom /voc plταμίᾱͅ, τάμιαςone who carves and distributes: masc dat sg (attic doric aeolic)ταμίαι, ταμίαhousekeeper: fem nom /voc plταμίᾱͅ, ταμίαhousekeeper: fem dat sg (attic doric aeolic)ταμίαι, ταμίαςmasc nom /voc plταμίᾱͅ, ταμίαςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
2 ταμία
A housekeeper, housewife,γυνὴ τ. ἣ πάντ' ἐφύλασσε Od.2.345
, cf. Il.6.390, Alcm.31; ἀμφίπολος τ. Il.24.302: also in Prose, X.Oec.9.11, 10.10, Lib.Or.16.47; as cult-title,παρὰ τὰν Ιστίαν τὰν Ταμίαν SIG1025.29
(Cos, iv/iii B.C.).------------------------------------A = ζημία, Hsch. -
3 τάμια
-
4 ταμία
1 mistress [ ταμίαι ἀνδράσι πλούτου (codd.: ταμἴ Ahrens: τάμἰ Mommsen) O. 13.7] ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ ( αἱ Χάριτες) O. 14.9 -
5 ταμίᾳ
Βλ. λ. ταμία -
6 ταμίας
ταμίᾱς, τάμιαςone who carves and distributes: masc acc plταμίᾱς, τάμιαςone who carves and distributes: masc nom sg (attic epic doric aeolic)ταμίᾱς, ταμίαhousekeeper: fem acc plταμίᾱς, ταμίαhousekeeper: fem gen sg (attic doric aeolic)ταμίᾱς, ταμίαςmasc acc plταμίᾱς, ταμίαςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
7 ταμίαν
ταμίᾱν, τάμιαςone who carves and distributes: masc acc sg (attic epic doric aeolic)τάμιαςone who carves and distributes: masc acc sgταμίᾱν, ταμίαhousekeeper: fem acc sg (attic doric aeolic)ταμίᾱν, ταμίαςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)ταμίαςmasc acc sg -
8 ταμίαι
τάμιαςone who carves and distributes: masc nom /voc plταμίᾱͅ, τάμιαςone who carves and distributes: masc dat sg (attic doric aeolic)ταμίαhousekeeper: fem nom /voc plταμίᾱͅ, ταμίαhousekeeper: fem dat sg (attic doric aeolic)ταμίαςmasc nom /voc plταμίᾱͅ, ταμίαςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
9 ταμιών
τάμιαςone who carves and distributes: masc gen plταμίαhousekeeper: fem gen plταμίαςmasc gen plταμιόωconfiscat: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ταμιόωconfiscat: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ταμιόωconfiscat: pres part act masc nom sgταμιόωconfiscat: pres inf act (doric) -
10 ταμιῶν
τάμιαςone who carves and distributes: masc gen plταμίαhousekeeper: fem gen plταμίαςmasc gen plταμιόωconfiscat: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ταμιόωconfiscat: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ταμιόωconfiscat: pres part act masc nom sgταμιόωconfiscat: pres inf act (doric) -
11 ταμίαις
τάμιαςone who carves and distributes: masc dat plταμίαhousekeeper: fem dat plταμίαςmasc dat pl -
12 ταμίαισι
τάμιαςone who carves and distributes: masc dat pl (epic ionic aeolic)ταμίαhousekeeper: fem dat pl (epic ionic aeolic)ταμίαςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
13 ταμίη
τάμιαςone who carves and distributes: masc voc sg (epic ionic)ταμίαhousekeeper: fem nom /voc sg (epic ionic)ταμίαςmasc voc sg (epic ionic) -
14 ταμίην
τάμιαςone who carves and distributes: masc acc sg (epic ionic)ταμίαhousekeeper: fem acc sg (epic ionic)ταμίαςmasc acc sg (epic ionic) -
15 ταμίης
τάμιαςone who carves and distributes: masc nom sg (epic ionic)ταμίαhousekeeper: fem gen sg (epic ionic)ταμίαςmasc nom sg (epic ionic) -
16 ταμίησι
τάμιαςone who carves and distributes: masc dat pl (epic ionic)ταμίαhousekeeper: fem dat pl (epic ionic)ταμίαςmasc dat pl (epic ionic) -
17 ταμίῃσι
τάμιαςone who carves and distributes: masc dat pl (epic ionic)ταμίαhousekeeper: fem dat pl (epic ionic)ταμίαςmasc dat pl (epic ionic) -
18 ἀτελής
1 ineffectual ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (pr., sc. Ἀπόλλων) P. 5.62μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42
ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν (sc. τοὺς φυσιολογοῦντας) fr. 209. -
19 γίνομαι
γῑνομαι ( γίνεται: aor. γένετ(ο), ἔγεντ(ο), (ἐ) γένοντ(ο); γένηται, -ωνται; -οι(ο), - οιτ(ο); γενέσθ(αι): pf. γεγενημένον coni., γεγενημένα; γεγᾰμεν, γεγκειν)1 be, come to bea abs.λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτἄν O. 2.18
ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι O. 9.86
[ σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: τὰ γλυκἔ ἄνεται Kayser, edd.) O. 14.6]αἰὼν δἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ' οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ P. 3.87
τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.31
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
καὶ δεύτερον ἇμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον I. 4.68
ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79
τά τἐόντα τε κα[ὶ ]πρόσθεν γεγενημένα[ Pae. 8.84
b followed by pred. adj.ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες έγένοντ O. 9.29
ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα, Ζεῦ O. 13.26
εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
χόλος δοὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.12
δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.273
ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (sc. Ἀπόλλων) P. 5.62εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.22
ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.71
ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 6.22
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49
κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο I. 4.14
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
c followed by pred. subs.μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24
“ κεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει μεγαλᾶν πολίων ματρόπολιν Θήραν γενέσθαι” P. 4.20εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14
πρόφασιν βληχροῦ γενέσθαι νείκεος (Schr.: γίνεσθαι codd.) fr. 245.d c. part. γένοἰοἷος ἐσσὶ μαθών be such as you have learned to know yourself P. 2.72 ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων (Tricl.: ἐγένετο codd.) P. 6.28e be born cf. γεννάω, and g. infra.Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον (Ahrens: γεγεν(ν) αμένον codd.) O. 6.53ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα O. 9.110
πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται I. 8.17
ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων (Boeckh: ἐγένετ codd. Clem. Alex.) fr. 33b. = fr. 147 Schr.f fragg. γίνεται[ fr. 6b. c. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 20.g in tmesis. ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός v.ἐκγίνομαι P. 2.46
-
20 Κυράνα
Κῠρᾱνα (-α, -ας, -ᾳ -αν, -α.)a the city of Cyrene in Libya, founded by Battos as a colony of Thera. εὐίππου βασιλῆι Κυράνας Arkesilas P. 4.2σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ P. 4.62
τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276
ἐπέγνω μὲν Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.279
νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
b the nymph Cyrene, daughter of Hypseus.ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας P. 4.261
τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας ἀειδόμενον (- άνᾳ coni. Er. Schmid; - άνας Schr.) P. 5.24 ταμίᾳ Κυράνας Battos P. 5.62Κυράνας ἀγακτιμέναν πόλιν P. 5.81
γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν (sc. Ὑψεύς) P. 9.18
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ταμία — ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc/acc dual τάμιας one who carves and distributes masc voc sg ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc voc sg (attic) ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμίᾳ — ταμίαι , τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμίαι , ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμία — και επικ. και ιων. τ. ταμίη, ἡ, Α γυναίκα που έχει την οικονομική διαχείριση τού σπιτιού, η οικονόμος τού σπιτιού («γυνὴ ταμίη..., ἣ πάντ ἐφύλασσε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταμίας] … Dictionary of Greek
ταμίας — ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc acc pl ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc nom sg (attic epic doric aeolic) ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem acc pl ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem gen sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμίαν — ταμίᾱν , τάμιας one who carves and distributes masc acc sg (attic epic doric aeolic) τάμιας one who carves and distributes masc acc sg ταμίᾱν , ταμία housekeeper fem acc sg (attic doric aeolic) ταμίᾱν , ταμίας masc acc sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
ταμίαι — τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic) ταμίας masc nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμικός — ή, όν, Α [ταμίας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμικόν το γραφείο τού ταμία 3. φρ. «ὁ πόρος ὁ ταμικός» το χρηματικό κεφάλαιο τού ταμία … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… … Dictionary of Greek