-
1 ταμιεια
ἥ1) хозяйственные дела, попечение о хозяйстве Xen., Plat.2) накопление(τῆς τροφῆς Arst.)
3) должность государственного казначея Arst.4) (в Риме, лат. quaestura) квестура Plut. -
2 διακονια
ἥ1) служба, служебная обязанность, служебное поручение(ἑαυτὸν ἐπὴ διακονίαν ταύτην τάττειν Plat.; αἱ πρὸς βασιλέα διακονίαι Thuc.; διακονίαι οἰκετικαί Arst.)
τῆς διακονίας ἐπί τινι μετεῖναι Dem. — принимать участие в исполнении чего-л.2) прислуживание, обслуживание(ταμιεία καὴ δ. Xen.; περὴ τὸ δεῖπνον Plut.)
3) собир. служба, служебный персонал Polyb.4) общественное служение, благотворительность, т.е. обязанности диакона NT.
См. также в других словарях:
ταμιεία — ταμιείᾱ , ταμιεία stewardship fem nom/voc/acc dual ταμιείᾱ , ταμιεία stewardship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιείᾳ — ταμιείᾱͅ , ταμιεία stewardship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιεία — και ταμεία, ἡ, Α [ταμιεύω] 1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.) 2. το αξίωμα ή το έργο τού ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ταμιεῖα — ταμιεῖον treasury neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιείας — ταμιείᾱς , ταμιεία stewardship fem acc pl ταμιείᾱς , ταμιεία stewardship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιείαν — ταμιείᾱν , ταμιεία stewardship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιείη — ταμιεία stewardship fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TAMIACA Praedia — rubr. C. de praed. tamiac. possessiones erant in Cappadocia, et domus propriae Patrimonii Principis; sic dictae, quod earum reditus deputati essent τῷ Ταμείω, i. e. Cubiculo et Cellario Sacro. Vide Ioh. Cuiacium, Novell. 50. Alciatum, Alios,… … Hofmann J. Lexicon universale
ταμεία — ἡ, Α βλ. ταμιεία … Dictionary of Greek
ταμιευτικός — ή, ό / ταμιευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμιεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός 2. κατάλληλος ή χρήσιμος για αποταμίευση μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμιευτικόν το να αποταμιεύει κανείς, η αποταμίευση αρχ. 1. φειδωλός,… … Dictionary of Greek
ՇՏԵՄԱՐԱՆԱՊԵՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0494 Chronological Sequence: Unknown date գ. ταμίεια questura, dispensatio. Պաշտօն եւ գործ շտեմարանապետի. *Այլոց հաճութեանց, եւ շտեմարանապետութեանց, եւ մանկանց սինդեան. Պղատ. օրին. ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)