Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ταμιείας

См. также в других словарях:

  • ταμιείας — ταμιείᾱς , ταμιεία stewardship fem acc pl ταμιείᾱς , ταμιεία stewardship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιεία — και ταμεία, ἡ, Α [ταμιεύω] 1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.) 2. το αξίωμα ή το έργο τού ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»