Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ταμίευμα

См. также в других словарях:

  • ταμίευμα — το, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο αρχ. 1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη 2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • ταμιευμάτων — ταμίευμα stores neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιεύμασιν — ταμίευμα stores neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»