-
1 ταμίευμα
ταμίευμα, τό, das was Einer zu verwalten hat, der Vorrath; D. Sic. 3, 16 u. a. Sp.; auch = Folgdm, δαπανᾶται τὰ πλεῖστα διὰ τῶν τῆς γυναικὸς ταμιευμάτων, Xen. Oec. 3, 15.
-
2 ταμιευμα
-
3 ταμίευμα
ταμίευμα, τό, das was einer zu verwalten hat, der Vorrat -
4 ταμίευμα
τό1) кассовый вклад; кассовая наличность; 2) сбережения -
5 ταμίευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταμίευμα
-
6 ταμιευμάτων
ταμίευμαstores: neut gen pl -
7 ταμιεύμασιν
ταμίευμαstores: neut dat pl
См. также в других словарях:
ταμίευμα — το, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο αρχ. 1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη 2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ταμιευμάτων — ταμίευμα stores neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιεύμασιν — ταμίευμα stores neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)