Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ταμία

См. также в других словарях:

  • ταμία — ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc/acc dual τάμιας one who carves and distributes masc voc sg ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc voc sg (attic) ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίᾳ — ταμίαι , τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμίαι , ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμία — και επικ. και ιων. τ. ταμίη, ἡ, Α γυναίκα που έχει την οικονομική διαχείριση τού σπιτιού, η οικονόμος τού σπιτιού («γυνὴ ταμίη..., ἣ πάντ ἐφύλασσε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταμίας] …   Dictionary of Greek

  • ταμίας — ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc acc pl ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc nom sg (attic epic doric aeolic) ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem acc pl ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem gen sg (attic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίαν — ταμίᾱν , τάμιας one who carves and distributes masc acc sg (attic epic doric aeolic) τάμιας one who carves and distributes masc acc sg ταμίᾱν , ταμία housekeeper fem acc sg (attic doric aeolic) ταμίᾱν , ταμίας masc acc sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

  • ταμίαι — τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic) ταμίας masc nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμικός — ή, όν, Α [ταμίας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμικόν το γραφείο τού ταμία 3. φρ. «ὁ πόρος ὁ ταμικός» το χρηματικό κεφάλαιο τού ταμία …   Dictionary of Greek

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»