-
1 ταμία
ταμία, ἡ, ep. u. ion. ταμίη, die Wirthschafterinn, Schaffnerinn, Ausgeberinn; oft bei Hom., ἣ πάντ' ἐφύλασσε, Od. 2, 345; auch γυνὴ ταμίη, Il. 6, 390; sie heißt als Achtung fordernde αἰδοίη, setzt den Fremden Speise vor u. besorgt ihr Bad; vgl. Xen. Oec. 9, 10. 11.
-
2 ταμία
-
3 ἑλληνο-ταμία
ἑλληνο-ταμία, das Amt der Folgdn, Xen. vect. 5, 5.
-
4 ταμιεύω
ταμιεύω u. als dep. med. ταμιεύομαι, ich bin ein ταμίας, eine ταμία, Haushalter, Wirthschafter, Verwalter; Ar. Equ. 943, dem folgenden ἐπιτροπεύειν entsprechend; oft auch med., Th. 419 Eccl. 609; Plat. Rep. V, 405 c; ταμιεύσας τῆς παράλου, Dem. 2 l, 173; übh. verwalten, Δωριεῖ χώραν λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ, Pind. Ol. 8, 30; ταμιεύσας ἐν ἀκροπόλει τὰ ἀριστεῖα τῆς πόλεως, Dem. 24, 129; übertr. sagt Soph. Ant. 940 von der Danae καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους, in sich aufnehmen, verwahren; haushälterisch, sparsam sein, ἐφ' ὧν ποταμῶν ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσϑαι ὁπόσοις ἂν ὑμῶν βουλώμεϑα μάχεσϑαι, Xen. An. 2, 5, 18; vgl. Thuc. 6, 18, οὐκ ἐστιν ἡμῖν ταμιεύεσϑαι ἐς ὅσον βουλόμεϑα ἄρχειν, gleichsam haushälterisch bestimmen, nach eignem Gutdünken; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 47. 4, 1, 18; ταμιεύου τἀργύριον καὶ φύλαττε, Luc. adv. ind. 25. – Uebertr., mäßigen, mit Mäßigung behandeln, genießen. – Von der Zeit, nur im med., ἐς τὸ αὐριον ταμιεύεσϑαι τὸ μῖσος, verschieben, aufsparen, Luc. Prom. 8; Plut.; dah. ταμιεύεσϑαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, das Glück, die günstige Zeit benutzen, D. Hal. – Bei den Römern = quaestor sein, Plut. Num. 9.
-
5 ταμίη
-
6 ἑλληνοταμία
-
7 ταμιεύω
ταμιεύω, ich bin ein ταμίας, eine ταμία, Haushalter, Wirtschafter, Verwalter; übh. verwalten; übertr. von der Danae: καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους, in sich aufnehmen, verwahren; haushälterisch, sparsam sein; οὐκ ἐστιν ἡμῖν ταμιεύεσϑαι ἐς ὅσον βουλόμεϑα ἄρχειν, gleichsam haushälterisch bestimmen, nach eignem Gutdünken. Übertr., mäßigen, mit Mäßigung behandeln, genießen. Von der Zeit: verschieben, aufsparen; dah. ταμιεύεσϑαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, das Glück, die günstige Zeit benutzen. Bei den Römern = quaestor sein
См. также в других словарях:
ταμία — ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc/acc dual τάμιας one who carves and distributes masc voc sg ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc voc sg (attic) ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμίᾳ — ταμίαι , τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμίαι , ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμία — και επικ. και ιων. τ. ταμίη, ἡ, Α γυναίκα που έχει την οικονομική διαχείριση τού σπιτιού, η οικονόμος τού σπιτιού («γυνὴ ταμίη..., ἣ πάντ ἐφύλασσε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταμίας] … Dictionary of Greek
ταμίας — ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc acc pl ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc nom sg (attic epic doric aeolic) ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem acc pl ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem gen sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμίαν — ταμίᾱν , τάμιας one who carves and distributes masc acc sg (attic epic doric aeolic) τάμιας one who carves and distributes masc acc sg ταμίᾱν , ταμία housekeeper fem acc sg (attic doric aeolic) ταμίᾱν , ταμίας masc acc sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
ταμίαι — τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic) ταμίας masc nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμικός — ή, όν, Α [ταμίας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμικόν το γραφείο τού ταμία 3. φρ. «ὁ πόρος ὁ ταμικός» το χρηματικό κεφάλαιο τού ταμία … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… … Dictionary of Greek