-
1 ταλαπειριος
См. также в других словарях:
ταλαπείριος — one who has suffered much masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπείριος — ον, Α 1. (ιδίως για τον Οδυσσέα) αυτός που έχει υποστεί πολλές δοκιμασίες τής τύχης, πολλά παθήματα 2. αυτός που πλανιέται εδώ και εκεί, αλήτης 3. φρ. «πτωχὸς ταλαπείριος» επαίτης, ζητιάνος (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + πεῖρα + … Dictionary of Greek
ταλαπείριον — ταλαπείριος one who has suffered much masc/fem acc sg ταλαπείριος one who has suffered much neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπείριε — ταλαπείριος one who has suffered much masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπείριοι — ταλαπείριος one who has suffered much masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)