-
1 ταλαιπωρίη
ταλαιπωρίαhard labour: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ταλαιπωρίαhard labour: fem dat sg (epic ionic) -
2 ταλαιπωρίῃ
Βλ. λ. ταλαιπωρίη -
3 μόχθος
A toil, hardship, distress,ἀμφὶ δ' ἀέθλῳ δῆριν ἔχειν καὶ μ. Hes.Sc. 306
; μόχθων ἀμπνοά, ἀμοιβά, Pi.O.8.7, N.5.48: freq. in Trag., A.Ch. 921, S.Ph. 480, etc.: also in pl., toils, troubles, hardships, A.Pr. 541 (lyr.), etc.; of the labours of Heracles, S.Tr. 1101, 1170; μ. τέκνων for them, E.Med. 1261 (lyr.); μόχθον ἀμφὶ πράγμασι Epigr. ap. Aeschin.3.184; Ἀπελλείου μ. γραφίδος, of a picture, APl.4.178 (Antip. Sid.).—Rare in early Prose (not in Pl. or Oratt.), cf.μ. καὶ ταλαιπωρίη Democr.223
;ἐλευθέριοι μ. X.Smp.2.4
;διὰ μόχθων Id.Cyr.1.6.25
: freq. in LXX, Ex.18.8, al.;κόπος καὶ μ. 1 Ep.Thess.2.9
; μ. implies hardship, πόνος work (but μ. is said to be Cret. forπόνος AB1096
).
См. также в других словарях:
ταλαιπωρίη — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίῃ — ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α [ταλαίπωρος] σωματική κακοπάθεια, κόπωση νεοελλ. στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες») αρχ. 1. βαριά και επίπονη εργασία 2. εξάσκηση 3. σωματικός πόνος … Dictionary of Greek