-
1 τακτώς
-
2 τακτῶς
-
3 τακτός
A ordered, prescribed,τακτόν τι παρὰ τοῦ Κύρου παραγγέλλων X.Cyr.8.3.28
; τ. ἀργύριον a fixed or stated sum, Th.4.65;τ. χρήματα Pl.Lg. 746a
; σῖτος τ. a fixed quantity of corn, Th.4.16;τ. τροφὴν λαμβάνειν Pl.Lg. 909c
, cf. Alex.141.6; δίκαι τ. fixed penalties, Pl.Lg. 632b; ἐκφόριον τ. a fixed rent, PPetr.3p.250 (iii B.C.); τ. ὁδός a prescribed way, D.23.72;ἐν τ. ἡμέραις βουλεύεσθαι Aeschin.2.109
;ἐπὶ τὰ τ. ἔτη πέντε POxy.101.10
(ii A.D.); κατά τινας χρόνους τ. Arist.HA 599b4. Adv. τακτῶς v.l. in Plot.3.1.2.
См. также в других словарях:
τακτῶς — τακτός ordered adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτός — ή, ό / τακτός, ή, όν, ΝΑ [τάσσω] ο εκ τών προτέρων καθορισμένος, προδιαγεγραμμένος, προκαθορισμένος (α. «τακτή ημερομηνία» β. «ανά τακτά χρονικά διαστήματα» γ. «ἐν τακταῑς ἡμέραις βουλεύεσθαι», Αισχίν.) αρχ. φρ. α) «τακτὸν ἀργύριον» ή «τακτὰ… … Dictionary of Greek