Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τακτοποιώ

  • 121 регулировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    ρυθμίζω, κανονίζω, ρεγουλάρω• τακτοποιώ•

    регулировать перевозки грузов ρυθμίζω τις μεταφορές φορτίων•

    регулировать мотор ρεγουλάρω τον κινητήρα.

    ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι, τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > регулировать

  • 122 сбыть

    сбуду, сбудешь, παρλθ. χρ. сбыл, -ла, сбыло, προστκ. сбудь
    ρ.σ.μ.
    1. καταναλώνω, πουλώ•

    сбыть товар καταναλώνω το εμπόρευμα.

    2. τακτοποιώ, βάζω (σε δουλειά)..
    απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι κάποιον.
    3. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω• πέφτω.
    1. πραγματοποιούμαι•

    надежды -лись οι ελπίδες πραγματοποιήθηκαν.

    2. παλ. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα.

    Большой русско-греческий словарь > сбыть

  • 123 сгладить

    ρ.σ.μ.
    1. ομαλύνω, ισιάζω, ισιώνω.
    2. εξαλείφω•

    сгладить морщины εξαλείφω τις ρυτίδες.

    3. διευθετώ, τακτοποιώ• εξομαλύνω•

    противоречия εξομαλύνω τις αντιθέσεις.

    || μετριάζω•

    сгладить впечатление μετριάζω την εντύπωση.

    1. ομαλύνομαι.
    2. εξαλείφομαι.
    3. μτφ. διευθετούμαι, τακτοποιούμαι• εξομαλύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сгладить

  • 124 смахнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смахнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τινάζω•

    смахнуть пыль τινάζω τη σκόνη•

    смахнуть крошки τινάζω τα ψίχουλα•

    смахнуть пыль щткой βουρτσίζω, ξεσκονίζω με τη βούρτσα.

    || διώχνω•

    смахнуть мух с тарелки διώχνω τις μύγες από το πιάτο.

    2. κάνω, εκτελώ, τακτοποιώ στα γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > смахнуть

  • 125 собрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•

    собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•

    собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•

    собрать в кучу συσσωρεύω•

    собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•

    собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.

    2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•

    собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•

    собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).

    4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.
    5. συναρμολογώ, μοντάρω.
    6. συλλέγω•

    собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.

    7. συγκομίζω•

    собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•

    собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•

    собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.

    8. εντείνω•

    собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.

    1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.
    2. συλλέγομαι.
    3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.
    4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•

    мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.

    5. εξασφαλίζομαι•

    собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•

    собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.

    6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•
    собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.

    Большой русско-греческий словарь > собрать

  • 126 убрать

    уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран
    κ. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).

    || βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•

    убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•

    -подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.

    2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).
    διώχνω, εκδιώκω•

    -ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.

    || παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.
    3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•

    убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.

    4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•

    убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).

    5. τοποθετώ, βάζω•

    убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.

    || μαζεώ, περιστέλλω•

    убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.

    || συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.

    6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•

    за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.

    7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•

    убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.

    || παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.
    1. φεύγω, αναχωρώ•

    он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.

    2. τελειώνω•

    вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.

    3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.
    4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.
    5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•

    все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).

    Большой русско-греческий словарь > убрать

  • 127 упорядочить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ. τακτοποιώ, κανονίζω, ρυθμίζω• ρεγουλάρω• δ ιευθετώ.
    τακτοπο ιούμαι • δ ιευθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ,.φ.

    Большой русско-греческий словарь > упорядочить

  • 128 урегулировать

    -руга, -руешь
    ρ.σ.μ.
    (δια)-κανονίζω, διευθετώ, τακτοποιώ• ρυθμίζω, ρεγουλάρω.
    (δια)κανονίζομαι διευθετούμαι, τακτοποιούμαι• ρυθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > урегулировать

См. также в других словарях:

  • τακτοποιώ — τακτοποιώ, τακτοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τακτοποιώ — και ταχτοποιώ Ν 1. τοποθετώ κάτι στη θέση του («τακτοποιώ τα βιβλία μου») 2. βάζω σε τάξη, συγυρίζω («τακτοποιώ το σπίτι») 3. συνεκδ. διευθετώ, κανονίζω («τακτοποιώ τις δουλειές μου») 4. μτφ. (σχετικά με λογαριασμό) εκκαθαρίζω, εξοφλώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τακτοποιώ — βλ. ταχτοποιώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοδιατάζω — τακτοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + δια τάζω με την αρχαία σημ. «τακτοποιώ» (πρβλ. δια τάττω)] …   Dictionary of Greek

  • αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

  • κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… …   Dictionary of Greek

  • διατίθημι — (AM) 1. τακτοποιώ καθετί στη θέση του («θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα», Ξεν. Απομν.) 2. μέσ. διανέμω την περιουσία μου με διαθήκη («καθὼς ἐν τῇ τελευταίᾳ βουλήσει μου διάθωμαι») αρχ. I. 1. κυβερνώ, διαχειρίζομαι («κράτιστα διαθέντι τοῡ πολέμου», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • ευτρεπίζω — (ΑΜ εὐτρεπίζω) [ευτρεπής] 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ, συγυρίζω 2. παθ. ευτρεπίζομαι είμαι έτοιμος, παρασκευάζομαι νεοελλ. 1. μέσ. ευτρεπίζομαι καλλωπίζομαι 2. φρ. α) ναυτ. «ευτρεπίζω την άγκυρα» απαλλάσσω την άγκυρα από τις περιπλοκές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»