-
61 ἐπι-σταδόν
ἐπι-σταδόν, hinzutretend, hinangehend, νείκεον ἄλλοϑεν ἄλλονἐπισταδόν Od. 12, 392; νώμησεν δ' ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν 13, 54. 18, 425; sp. D., ταὶ δὲ γυναῖκες ἀμφίπολοι γοάασκον ἐπ. Ap. Rh. 1, 293, ἐπ. οὐτάζοντες 2, 84, ποσσὶν ἐπ. ᾐωρεῖτο, daraufstehend, 4, 1687; die Erklärung ἐπισταμένως, kundig, obgleich schon von den alten Erkl. Homers erwähnt (δόρπον ἐπ. ὡπλίζοντο Od. 16, 453, wo auch ἐφεξῆς erkl. wird), ist nicht einmal in den Stellen, wo vom Weineinschenken die Rede ist, zu billigen.
-
62 ἐόλητο
-
63 ἠέριος
ἠέριος, ep. statt ἀέριος, eigtl. lustig, u. wie ἀήρ die dicke Nebelluft bedeutet, bes. im Morgennebel, in dämmernder Frühe, wo noch Alles im Morgennebel verhüllt liegt, ἠερίη δ' ἀνέβη οὐρανόν Il. 1. 497; vgl. 557; Il. 3, 7 von den Kranichen ἠέριαι δ' ἄρα ταί γε κακὴν ἔριδα προφέρονται, Voß: aus dämmernder Luft; auch Od. 9, 52 ist so zu deuten; "früh" heißt es auch Ap. Rh. 417. 915. – Die Bdtg lustig herrscht bei Sp. vor, ἀγέλαι, von den Vögeln, Opp. H. 3, 203, ϑήρη, Vogelsang, Cyn. 1, 48, ὄρνιϑες, ib. 380, ἀϋτμ ή, Witterung der Vögel, ib. 480; νεφέλαι Orph. H. 21, 1; von den Winden, Nonn. oft; auch κέλευϑος, πορεῖαι, ὁδοί, vom Hagel, D. 2, 430; vom Regen, 7, 33 (vgl. πηγὴ ἠερίη Tryphiod. 118); von Wolken, 45, 135; auch von den Wogen, 36, 120; so auch Ap. Rh. 1, 580; ἠερίη – αἶα δύετο, das Land tauchte in die Luft auf, 1, 580; ἠερίη δ' ἄμαϑος παρακέκλιται, der gleichsam mit dem Himmel verschwimmt, 4, 1239. – Buttmann's Ableitung von ἦρι ist nicht wahrscheinlich.
-
64 φωρώμαι
(α) (αόρ. εφωράθην)1) быть пойманным с поличным, быть застигнутым на месте преступления; быть уличённым (в чём-л.); 2) обнаруживаться, оказываться;φωρ6*ται ψευδόμενος — оказывается, он лжёт
-
65 άται
ἄ̱τᾱͅ, ἄτηbewilderment: fem dat sg (doric aeolic)——————ἆ̱ται, ἄτηbewilderment: fem nom /voc pl -
66 έραται
ἔραμαιlove: pres ind mp 3rd sgἔρᾱται, ἐράομαιlove: pres ind mp 3rd sg (attic)εἴρωfasten together in rows: perf ind mp 3rd pl (epic) -
67 ἔραται
ἔραμαιlove: pres ind mp 3rd sgἔρᾱται, ἐράομαιlove: pres ind mp 3rd sg (attic)εἴρωfasten together in rows: perf ind mp 3rd pl (epic) -
68 έσχατ'
ἔσχατα, ἔσχατοςfarthest: neut nom /voc /acc plἔσχατε, ἔσχατοςfarthest: masc voc sgἔσχαται, ἔσχατοςfarthest: fem nom /voc plἔσχᾱτο, σχάωslit open so as to let something escape: plup ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἔσχᾱται, σχάωslit open so as to let something escape: perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
69 ἔσχατ'
ἔσχατα, ἔσχατοςfarthest: neut nom /voc /acc plἔσχατε, ἔσχατοςfarthest: masc voc sgἔσχαται, ἔσχατοςfarthest: fem nom /voc plἔσχᾱτο, σχάωslit open so as to let something escape: plup ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἔσχᾱται, σχάωslit open so as to let something escape: perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
70 έσχαται
ἔσχατοςfarthest: fem nom /voc plἔσχᾱται, σχάωslit open so as to let something escape: perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
71 ἔσχαται
ἔσχατοςfarthest: fem nom /voc plἔσχᾱται, σχάωslit open so as to let something escape: perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
72 ήτταται
-
73 ἥτταται
-
74 ήψαθ'
ἥψατο, ἅπτωfasten: aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)ἥψατε, ἅπτωfasten: aor ind act 2nd pl (attic epic ionic)ἥψᾱτο, ἑψάωplup ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἥψᾱται, ἑψάωperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
75 ἥψαθ'
ἥψατο, ἅπτωfasten: aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)ἥψατε, ἅπτωfasten: aor ind act 2nd pl (attic epic ionic)ἥψᾱτο, ἑψάωplup ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἥψᾱται, ἑψάωperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
76 ήψατ'
ἥψατο, ἅπτωfasten: aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)ἥψατε, ἅπτωfasten: aor ind act 2nd pl (attic epic ionic)ἥψᾱτο, ἑψάωplup ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἥψᾱται, ἑψάωperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
77 ἥψατ'
ἥψατο, ἅπτωfasten: aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)ἥψατε, ἅπτωfasten: aor ind act 2nd pl (attic epic ionic)ἥψᾱτο, ἑψάωplup ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἥψᾱται, ἑψάωperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
78 ίδρυται
-
79 ἵδρυται
-
80 αιχματαί
См. также в других словарях:
Τάι — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται όλοι οι πληθυσμοί που μιλούν μια σειρά από σινοθιβετανικές γλώσσες (γλώσσες τάι), οι οποίοι ήταν άλλοτε διαδεδομένοι στη νοτιοανατολική Ασία και σήμερα είναι εγκατεστημένοι κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Τονκίνο … Dictionary of Greek
ταί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται όλοι οι πληθυσμοί που μιλούν μια σειρά από σινοθιβετανικές γλώσσες (γλώσσες τάι), οι οποίοι ήταν άλλοτε διαδεδομένοι στη νοτιοανατολική Ασία και σήμερα είναι εγκατεστημένοι κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Τονκίνο … Dictionary of Greek
ταί — ὁ lentil fem nom pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τᾶι — τᾷ , ὁ lentil fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. — ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. См. Где волчий рот, а где лисий хвост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λι Πο ή Λι Τάι-πο — (Τουρκεστάν 701 – 762). Κινέζος ποιητής. Άκμασε κατά τη δυναστεία των Τ’ανγκ, δηλαδή στην πιο ανθηρή περίοδο της κινεζικής ποίησης. Γεννήθηκε στο Τουρκεστάν της κεντρικής Ασίας που τότε ήταν κινεζικό έδαφος, από εξόριστη κινεζική οικογένεια.… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
σινοθιβετανικές γλώσσες — Οικογένεια γλωσσών (λέγονται επίσης ινδοκινεζικές ή θιβετοκινεζικές) που τις μιλούν αρκετά εκατομμύρια ανθρώπων στη νοτιοανατολική Ασία. Οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των γλωσσικών ομάδων που αποτελούν αυτή την οικογένεια δεν έχουν ασφαλώς… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Conjugaisons Du Grec Ancien (Tableaux)/Λύω Moyen — Conjugaison du verbe λύω (« délier ») à la voix moyenne, donc λύομαι. Modèle des verbes thématiques au radical terminé par ι et υ. La voix moyenne ne diffère en grec de la voix passive qu’au futur et à l’aoriste. Cet article dépend de… … Wikipédia en Français
Conjugaisons du grec ancien (tableaux)/Λύω moyen — Conjugaison du verbe λύω (« délier ») à la voix moyenne, donc λύομαι. Modèle des verbes thématiques au radical terminé par ι et υ. La voix moyenne ne diffère en grec de la voix passive qu’au futur et à l’aoriste. Cet article dépend de… … Wikipédia en Français