Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ταινιδίῳ

См. также в других словарях:

  • ταινιδίῳ — ταινίδιον strip of linen neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταινίδιον — τὸ, Α [ταινία] υποκορ. 1. μικρή και στενή λωρίδα υφάσματος 2. δερμάτινο λουρί 3. μικρή κοσμηματοθήκη («δακτύλιος χρυσοῡς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», επιγρ. Δήλου) 4. λεπτό κόσμημα («στέφανον ἐλάας μετὰ ταινιδίου φοινικιοῡ», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»