-
1 ταγματ-άρχης
ταγματ-άρχης, ὁ, der eine Heerschaar anführt, Sp.
-
2 συν-ταγματ-άρχης
συν-ταγματ-άρχης, ὁ, Anführer einer Heerschaar, Luc. Bacch. 2 Pseudol. 18; Suid.
-
3 ταγματάρχης
ταγματ-άρχης, ὁ, der eine Heerschar anführt -
4 συνταγματάρχης
συν-ταγματ-άρχης, ὁ, Anführer einer Heerschar
См. также в других словарях:
ζυγάρχης — ζυγάρχης, ὁ (Α) ο αρχηγός ενός ζυγού ιππέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + αρχης (< άρχω), πρβλ. σταθμ άρχης, ταγματ άρχης] … Dictionary of Greek
λεσβάρχης — λεσβάρχης, ὁ (Α) επιγρ. ο πρόεδρος, ο προϊστάμενος τού ιερού συμβουλίου τών Λεσβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λέσβος + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης, ταγματ άρχης] … Dictionary of Greek