-
121 портить
портитьнесов χαλ(ν)ῶ (μετ.), φθείρω, καταστρέφω / διαφθείρω, διαστρέφω (нравственно):\портить желу́док χαλ(ν)ῶ τό στομάχι μου· \портить аппетит χαλώ τήν ὅρεξη· \портить настроение кому-л. χαλ(ν)ῶ τό κέφι κάποιου· \портить себе кровь συγχίζομαι, χαλώ τό αίμα μου· \портить отношения χαλῶ τίς σχέσεις· э́то мне портит нервы αὐτό μοῦ χτυπάει στά νεῦρα \портиться χαλῶ (άμβτ.), Φθείρομαι / καταστρέφομαι (о зубах)/ σαπίζω, μουχλιάζω (об овощах):не \портиться °т жары, сырости ἀντέχει στήν ζέστη, στήν ὑγρασία[ν]. -
122 постоять
постоятьсов1. στέκομαι λίγο, στέκω λίγο·2. (за кого-л., за что-л.) βαστώ, κρατώ, ἀμύνομαι:уметь \постоять за себя ξέρω νά ὑπερασπίσω τόν ἐαυτό μου· \постоять за свою родину ὑπερασπίζω τήν πατρίδα μου, ἀμύνομαι ὑπέρ τής πατρίδας μου. -
123 признаваться
признавать||ся1. (в чем-л.) ὁμολογώ, παραδέχομαι:\признаватьсяся в своих ошибках ἀναγνωρίζω τά σφάλματα μου, παραδέχομαι τά λάθη μου· \признаватьсяся в любви ἐξομολογοῦμαι τόν ἐρωτα μου. -
124 протягивать
протягиватьнесов1. (натягивать) τεντώνω, ἀπλώνω·2. (вытягивать) ἀπλώνω, τείνω, προτείνω:\протягивать руку за чем-л. ἀπλώνω τό χέρι νά πάρω· \протягивать ру́ку кому́-л. а) προσφέρω τό μπράτσο μου, προσφέρω τόν βραχίονα μου, б) (для рукопожатия) προτείνω τό χέρι μου· ◊ \протягивать ру́ку помощи δίνω βοήθεια, τείνω χείρα βοηθείας. -
125 расплатиться
расплатитьсясов, расплачиваться несов1. πληρώνω, ἐξοφλώ:\расплатиться с долгами πληρώνω (или ἐξοφλώ) τά χρέη μου· \расплатиться сполна πληρώνω στό ἀκέραιο·2. перен πληρώνω, τιμωρούμαι:\расплатиться за свой ошибки πληρώνω τίς συνέπειες τῶν λαθών μου, τιμωροῦμαι γιά τά λάθη μου. -
126 располагать
располагать Iнесов1. (иметь в своем распоряжении) ἔχω στή διάθεση μου, κατέχω, διαθέτω:\располагать деньгами διαθέτω χρήματα· \располагать временем διαθέτω καιρό· \располагать собой εἶμαι ἐλεύθερος· \располагать интересными фактами ἔχω στή διάθεση μου (или κατέχω) ἐνδιαφέροντα στοιχεία· \располагатьйте мной εἶμαι στή διάθεση σας·2. (намереваться, предполагать) уст. προτίθεμαι, ἔχω σκοπό, σκοπεύω.располагать IIнесов1. (в определенном порядке) τοποθετώ, \располагать по порядку τακτοποιώ, ταξινομώ· \располагать отряд в деревне τοποθετώ τό ἀπόσπασμα στό χωριό·2. (в чью-л. пользу) διαθέτω εὐνοϊκά:\располагать в свою пользу προσελκύω μέ τό μέρος μου· \располагать к себе παρασύρω, προσελκύω. -
127 расходиться
расходитьсянесов1. (уходить) φεύγω, ἀπέρχομαι/ σκορπίζω, διαλύομαι (в разные стороны):гости расходятся οἱ ἐπισκέπτες φεύγουν все расходятся по домам ὅλοι πηγαίνουν στά σπίτια τους· разойдись! воен. τους ζυγούς λύσατε!, διαλυθήτε!· тучи расходятся τά σύννεφα διαλύονται·2. (о слухах, вестях) διαδίδομαι, κυκλοφορώ (άμετ.)·3. (расставаться) χωρίζω (άμετ.):они расходятся друзьями χωρίζουν σάν φίλοι·4. (в чем-л.) διαφωνώ, δεν συμφωνώ, διχάζομαι:\расходиться во мнениях с кем-л. οἱ γνώμες (μας) διχάζονται, διαφωνοῦμε·5. (быть истраченным, распродаваться) ἐξαν-τλοῦμαι, ©ξοδεύομαι, πουλιέμαι:деньги быстро расходятся τά λεφτά ξοδεύονται γρήγορα· книги хорошо расходятся τά βιβλία πουλιοῦνται καλά·6. (растворяться) διαλύομαι/ λυώνω (таять, топиться)·7. (о лучах) ἀποκλίνω·8. (о дороге) διχάζομαι, χωρίζομαι στά δύο:9. (вовсю) μέ πιάνει τό γλυκύ μου, μέ πιάνουν τά μπουρίνια μου (в гневе и т. п.) I μοῦ ἐρχεται τό κέφι (развеселиться)· ◊ у него слова никогда не расходятся с делом о( πράξεις του ποτέ δέν ἐρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά λόγια του. -
128 риск
рискм ὁ κίνδυνος:с \риском для жизни μέ κίνδυνο τής ζωής (μου)· без всякого \риска χωρίς κανένα κίνδυνο, ἀκινδύνως идти на \риск ριψοκινδυνεύω· подвергаться \риску ἐκτίθεμαι σέ κίνδυνο· ◊ на свой страх и \риск παίρνοντας μόνος (μου) τήν εὐθύνη, ὑπ' εὐθύνη μου.
См. также в других словарях:
μού — μου , ἐγώ I at least masc/fem gen 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'μοῦ — ἀ̱μοῦ , ἁμός 1 masc/neut gen sg ἀμοῦ , ἁμοῦ somewhere indeclform (adverb) ἀ̱μοῦ , ἀμόω hang imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀμοῦ , ἀμόω hang pres imperat mp 2nd sg ἀμοῦ , ἀμόω hang imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἐμοῦ , ἐγώ I at least… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'μου — ἄ̱μου , ἀμόω hang imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄμου , ἀμόω hang pres imperat act 2nd sg ἄμου , ἀμόω hang imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μου — ἐγώ I at least masc/fem gen 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοῦ — ἐγώ I at least masc/fem gen 1st sg μής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελόγου μου — (και του λόγου μου), ελόγου σου (του, της, του, μας, σας, τους), αντί των προσωπικών αντων. εγώ, εσύ, αυτός ( ή, ό), εμείς, εσείς, αυτοί ( ές, ά), η αφεντιά μου, σου, του κτλ.: Ελόγου σου, κυρ δάσκαλε, δε θα πιεις; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. — κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μη μου άπτου — Κοινή ονομασία του είδους Mimosa pudica. Βλ. λ. μιμοζίδες ή μιμοσίδες ή μιμοσοειδή. * * * το 1. το φυτό μιμόζα η αισχυντηλή 2. μτφ. ως επίθ. άνθρωπος λεπτεπίλεπτος, υπερευαίσθητος, μυγιάγγιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαγγελική φρ. μὴ μοῦ ἅπτου «μη μέ… … Dictionary of Greek
Ἔτρωγε καὶ τὰ ὀψάριά μου καὶ πτύει καὶ τὰ γένειά μου. — См. Где едят, там и мерзят, у кого живут, того и ругают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ζώη μοῦ, σὰς ἀγαπῶ. — См. Ты жизнь моя! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)