Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τί+μού

  • 41 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 42 я

    меня, мне, меня, мною, κ. мной, обо мне προσωπική αντωνυμία πρώτου προσώπου• εγώ•

    я и мой брат εγώ και ο αδερφός μου•

    отпустите меня домой αφήστε με να πάω σπίτι μου•

    вчера меня не было дома χτες εγώ δεν ήμουν στο σπίτι•

    она меня любит αυτή με αγαπάει•

    я пишу εγώ γράφω•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος (μόνος μου) το έφτιαξα•

    не забываете меня μη με ξεχνάτε•

    вспомните меня θυμηθήτε με•

    эта работа сделана мной (мною) αυτή η δουλειά έγινε από μένα (την έκανα εγώ)•

    всё я да я όλο εγώ κι εγώ•

    бедный я! ο δύστυχος εγώ!

    ουσ. ουδ. άκλ. (φιλοσ.) το εγώ•

    всё моё я όλο το εγώ μου•

    наше я το εγώ μας.

    εκφρ.
    я тебя (его, вас, их) – θα σου (του, σας, τους) δείξω εγώ (σαν απειλή)•
    по мне – κατ εμέ, κατά τη γνώμη μου•
    я не я – τίποτε δεν ξέρω, δεν έχω καμιά σχέση με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > я

  • 43 вешалка

    вешалка ж 1) (помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριο' сдать пальто на \вешалкау δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα 2) (для одежды, шляп ) η κρεμάστρα у меня оторвалась \вешалка μου ξυλώθηκε το κρε μαστάρι
    * * *
    ж
    1) ( помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριο

    сдать пальто́ на ве́шалку — δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα

    2) (для одежды, шляп) η κρεμάστρα

    у меня́ оторвала́сь ве́шалка — μου ξυλώθηκε το κρεμαστάρι

    Русско-греческий словарь > вешалка

  • 44 выполнить

    выполнить, выполнять εκ πληρώνω, εκτελώ υλοποιώ. πραγματοποιώ (осуществить) \выполнить план εκπληρώνω το πλάνο \выполнить обязанность εκπληρώνω την υποχρέωση μου \выполнить обещание τηρώ την υπόσχεση μου
    * * *
    = выполнять
    εκπληρώνω, εκτελώ; υλοποιώ, πραγματοποιώ ( осуществить)

    вы́полнить план — εκπληρώνω το πλάνο

    вы́полнить обя́занность — εκπληρώνω την υποχρέωσή μου

    вы́полнить обеща́ние — τηρώ την υπόσχεοή μου

    Русско-греческий словарь > выполнить

  • 45 высказать

    высказать λέγω, εκφράζω, διατυπώνω· \высказать своё мнение λέγω (или εκφράζω) τη γνώμη μου· \высказать предположение προϋποθέτω \высказаться εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μου' \высказаться за что-л. (против чего-л.) εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)
    * * *
    λέγω, εκφράζω, διατυπώνω

    вы́сказать своё мне́ние — λέγω ( или εκφράζω) τη γνώμη μου

    вы́сказать предположе́ние — προϋποθέτω

    Русско-греческий словарь > высказать

  • 46 горло

    горло с о λαιμός, το λαρύγγι дыхательное \горло η τραχεία у меня болит \горло έχω τα λαιμά μου в \горлое пересохло ξεράθηκε το λαρύγγι μου ◇ я занят по \горло είμαι πνιγμένος στη δουλειά
    * * *
    с
    ο λαιμός, το λαρύγγι

    дыха́тельное гор́ло — η τραχεία

    у меня́ боли́т гор́ло — έχω τα λαιμά μου

    в гор́ле пересо́хло — ξεράθηκε το λαρύγγι μου

    ••

    я за́нят по гор́ло — είμαι πνιγμένος στη δουλειά

    Русско-греческий словарь > горло

  • 47 душа

    душа ж η ψυχή от всей \душай, всей \душаой ολόψυχα, με όλη μου την καρδιά в -е μέσα μου ◇ на душу населе ния κατ' άτομο
    * * *
    ж
    η ψυχή

    от всей душа́и́, всей душа́о́й — ολόψυχα, με όλη μου την καρδιά

    в душа́е́ — μέσα μου

    ••

    на ду́шу населе́ния — κατ' άτομο

    Русско-греческий словарь > душа

  • 48 мыть

    мыть πλύνω, πλένω· \мыть руки πλένω τα χέρια μου" \мыть голову πλένω το κεφάλι μου \мыться πλύνομαι ' λούζομαι· νίβομαι (умываться)
    * * *
    πλύνω, πλένω

    мыть ру́ки — πλένω τα χέρια μου

    мыть го́лову — πλένω το κεφάλι μου

    Русско-греческий словарь > мыть

  • 49 обещание

    обещание с η υπόσχεση* дать \обещание δίνω την υπόσχεση· сдержать \обещание κρατώ το λόγο μου· нарушить \обещание παραβαίνω την υπόσχεση μου
    * * *
    с
    η υπόσχεση

    дать обеща́ние — δίνω την υπόσχεση

    сдержа́ть обеща́ние — κρατώ το λόγο μου

    нару́шить обеща́ние — παραβαίνω την υπόσχεση μου

    Русско-греческий словарь > обещание

  • 50 принять

    принять 1) (что-л.) παίρνω, λαβαίνω· \принять лекарство παίρνω φάρμακο* \принять ванну κάνω μπάνιο, παίρνω το λουτρό μου 2) (гостя, посетителя ) δέχομαι 3) (на работу и т. п.) προσλαβαίνω 4) (закон, проект ) εγκρίνω 5) (признать) παίρνω για· \принять за знакомого παίρνω κάποιον για γνωστό ◇ \принять участие в... παίρνω μέρος σε...· \принять во внимание λαβαίνω υπόψη μου \приняться (за что-л.) αρχίζω, καταπιάνομαι
    * * *
    1) (что-л.) παίρνω, λαβαίνω

    приня́ть лека́рство — παίρνω φάρμακο

    приня́ть ва́нну — κάνω μπάνιο, παίρνω το λουτρό μου

    2) (гостя, посетителя) δέχομαι
    3) (на работу и т. п.) προσλαβαίνω
    4) (закон, проект) εγκρίνω
    5) ( признать) παίρνω για

    приня́ть за знако́мого — παίρνω κάποιον για γνωστό

    ••

    приня́ть уча́стие в... — παίρνω μέρος σε…

    приня́ть во внима́ние — λαβαίνω υπόψη μου

    приня́ться (за что-л.) — αρχίζω, καταπιάνομαι

    Русско-греческий словарь > принять

  • 51 сдержать

    сдержать, сдерживать κρατώ» συγκρατώ (тж. перен.) βαστώ; \сдержать слово (обещание ) τηρώ (или κρατώ) το λόγο μου (τις υποσχέσεις μου) \сдержаться συγκρατιέμαι
    * * *
    = сдерживать
    κρατώ, συγκρατώ (тж. перен.) βαστώ

    сдержа́ть сло́во (обеща́ние) — τηρώ ( или κρατώ) το λόγο μου (τις υποσχέσεις μου)

    Русско-греческий словарь > сдержать

  • 52 себя

    себя (себе. собой, собою, о себе) τον εαυτό μου (σου, του, κτλ.) ◇ владеть собой αυτοκυριαρχώ; подумать про \себя σκέφτομαι μέσα μου; прийти в \себя συνέρχομαι; вне \себя έξω φρενών
    * * *
    (себе, собой, собою, о себе)
    τον εαυτό μου (σου, του, κτλ.)
    ••

    владе́ть собо́й — αυτοκυριαρχώ

    поду́мать про себя́ — σκέφτομαι μέσα μου

    прийти́ в себя́ — συνέρχομαι

    вне себя́ — έξω φρενών

    Русско-греческий словарь > себя

  • 53 устраивать

    устраивать см. устроить это меня устраивает μου βολεύει, μου κάνει \устраиваться см. устроиться
    * * *

    э́то меня́ устра́ивает — μου βολεύει, μου κάνει

    Русско-греческий словарь > устраивать

  • 54 утолить

    утолить, утолять ξεδιψώ, καταπραΰνω τη δίψα μου (жажду)9 ανακουφίζω, καλμάρω (боль)· \утолить голод καλμάρω την πείνα μου, χορταίνω
    * * *
    = утолять
    ξεδιψώ, καταπραΰνω τη δίψα μου ( жажду);
    ανακουφίζω, καλμάρω ( боль)

    утоли́ть го́лод — καλμάρω την πείνα μου, χορταίνω

    Русско-греческий словарь > утолить

  • 55 брать

    брать
    несов
    1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:
    \брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;
    2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:
    \брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;
    3. (в обладание, в пользование) παίρνω:
    \брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;
    4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:
    \брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;
    5. (взимать, взыскивать) παίρνω:
    \брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση.

    Русско-новогреческий словарь > брать

  • 56 горло

    горл||о
    с ὁ λαιμός, τό λαρύγγι:
    дыхательное \горло ἡ τραχεία (αρτηρία)· першит в \горлое κάτι μοῦ γαργαλάει τό λαιμό· в \горлое пересохло στέγνωσε (или ξεράθηκε) τό λαρύγγι μου· ◊ (кричать) во все \горло разг βγάζω τό λαιμό μου, ξελαρυγγίζομαι, βγάζω τά πνευμόνια μου· я занят по \горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά· промочить \горло разг βρέχω τό λαρύγγι· стать поперек \горлоа кому́-л. κάθομαι στό λαιμό κάποιου· быть сытым по \горло разг ἔχω βαρεθεί κάτι, χορταίνω μέ τό παραπάνω· взять за \горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό· пристать с но́-жо́м к \горлоу βάζω τό μαχαίρι στό λαιμό.

    Русско-новогреческий словарь > горло

  • 57 гость

    гост||ь
    м ὁ ξένος, ὁ φιλοξενούμενος, ὁ μουσαφίρης:
    незваный \гость ἀπρόσκλητος μουσαφίρης· почетный \гость ἐπίσημος ξένος· вы у нас редкий \гость σπάνια μας ἐπισκέπτεσθε· звать в \гостьи (προσ)καλὠ στό σπίτι μου· идти в \гостьи πηγαίνω ἐπίσκεψη· принимать \гостьей δέχομαι ἐπισκέπτες· быть в \гостьях φιλοξενούμαι, εἶμαι μουσαφίρης· ◊ в \гостьях хорошо, а дома лучше погоз. ^ σπίτι μου σπιτάκι μου καί σπιτοκαλυβάκι μου.

    Русско-новогреческий словарь > гость

  • 58 долг

    долг
    м
    1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:
    чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·
    2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό.

    Русско-новогреческий словарь > долг

  • 59 дорога

    дорог||а
    ж
    1. ὁ δρόμος:
    проселочная \дорога ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная \дорога ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная \дорога ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая \дорога ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная \дорога ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная \дорога ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная \дорога а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с \дорогаи прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·
    2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:
    дальняя \дорога ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в \дорогау ξεκινώ γιά ταξίδι·
    3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση [-ις], ἡ δίοδος, τό πέρασμα:
    дайте мне \дорогау! κάντε μου δρόμο!· уступить \дорогау кому́-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная \дорога ὁ σιδηρόδρομος· идти своей \дорогаой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по \дорогае (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по \дорогае οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе́ \дорогау ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине \дорогаи στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому́-л. поперек \дорогаи γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему́ и \дорога! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью \дорогаΙ νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη.

    Русско-новогреческий словарь > дорога

  • 60 дух

    дух
    м
    1. филос. τό πνεύμα·
    2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:
    в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·
    3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:
    боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·
    4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:
    переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·
    5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:
    тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·
    6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:
    добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > дух

См. также в других словарях:

  • μού — μου , ἐγώ I at least masc/fem gen 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'μοῦ — ἀ̱μοῦ , ἁμός 1 masc/neut gen sg ἀμοῦ , ἁμοῦ somewhere indeclform (adverb) ἀ̱μοῦ , ἀμόω hang imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀμοῦ , ἀμόω hang pres imperat mp 2nd sg ἀμοῦ , ἀμόω hang imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἐμοῦ , ἐγώ I at least… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'μου — ἄ̱μου , ἀμόω hang imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄμου , ἀμόω hang pres imperat act 2nd sg ἄμου , ἀμόω hang imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μου — ἐγώ I at least masc/fem gen 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῦ — ἐγώ I at least masc/fem gen 1st sg μής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελόγου μου — (και του λόγου μου), ελόγου σου (του, της, του, μας, σας, τους), αντί των προσωπικών αντων. εγώ, εσύ, αυτός ( ή, ό), εμείς, εσείς, αυτοί ( ές, ά), η αφεντιά μου, σου, του κτλ.: Ελόγου σου, κυρ δάσκαλε, δε θα πιεις; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. — κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μη μου άπτου — Κοινή ονομασία του είδους Mimosa pudica. Βλ. λ. μιμοζίδες ή μιμοσίδες ή μιμοσοειδή. * * * το 1. το φυτό μιμόζα η αισχυντηλή 2. μτφ. ως επίθ. άνθρωπος λεπτεπίλεπτος, υπερευαίσθητος, μυγιάγγιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαγγελική φρ. μὴ μοῦ ἅπτου «μη μέ… …   Dictionary of Greek

  • Ἔτρωγε καὶ τὰ ὀψάριά μου καὶ πτύει καὶ τὰ γένειά μου. — См. Где едят, там и мерзят, у кого живут, того и ругают …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ζώη μοῦ, σὰς ἀγαπῶ. — См. Ты жизнь моя! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»