-
1 προ-φητεύω
προ-φητεύω, Prophet sein, im Namen der Gottheit vorher verkündigen; τίς προφητεύει ϑεοῦ, Em. Ion 413; ὁ προφητεύων τοῠ ἱροῠ, Her. 7, 111; ἡ μανία προφητεύσασα, Plat. Phaedr. 244 d; übh. wahrsagen, Sp., wie N. T.; auch = im Namen Gottes lehren u. ermahnen.
-
2 προφητεύω
προφητ-εύω, [dialect] Dor. [pref] προφᾱτ- Pi.Fr. 150 and Inscrr.(v. infr.):—in [tense] impf. and [tense] aor. 1 the augm. is sts. placed after the prep., προ-εφήτευον, -εφήτευσα, as LXX 3 Ki.22.12 (v.l.), Act.Ap.19.6 (v.l.), LXX Si.46.20 (but ἐπροφήτευσαν ib.Nu.11.25, al.):—A to be a προφήτης or interpreter of the gods,μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ Pi.
l.c.; τίς προφητεύει θεοῦ; who is his interpreter? E. Ion 413;οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ Hdt.7.111
;ἡψυχὴ τὰ θεῖα καταλαβομένη τοῖς τε ἀνθρώποις προφητεύουσα Arist.Mu. 391a16
;οὗ [μαντείου] προειστήκει προφητεύων Luc.VH2.33
, cf. Plu.2.412b; οὐκ ἔστιν ὅστις σοι προφητεύσει τάδε will be thy intermediary in asking this, E. Ion 369; ἡ μανία.. προφητεύσασα with oracular power, Pl.Phdr. 244d:—[voice] Pass., τὰ προφητευθέντα Sch.Od. 12.9.II expound, interpret, preach, under the influence of the Holy Spirit, Ev.Luc.1.67, Ev.Jo.11.51, Act.Ap.2.17, 19.6, 1 Ep.Cor. 11.4, 13.9, al.: alsoδημιουργῶν χεῖρες π. τὰ ποιήματα Callistr.Stat. 2
.III hold office ofπροφήτης, Θεοδώρου προφᾱτεύοντος IG7.4155
(Ptoön), cf. 12(1).833.6 ([place name] Lindus), PGnom. 211 (ii A.D.).IV to be a quack doctor, Gal.15.172.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφητεύω
См. также в других словарях:
Εκάβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασίλισσα της Τροίας, δεύτερη σύζυγος του Πριάμου και κόρη του βασιλιά της Φρυγίας Δύμαντα. Μητέρα δεκαεννέα παιδιών, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και ο ομηρικός ήρωας Έκτορας. Σύμφωνα με την παράδοση, αφού επέζησε από… … Dictionary of Greek