-
1 προ-φητεύω
προ-φητεύω, Prophet sein, im Namen der Gottheit vorher verkündigen; τίς προφητεύει ϑεοῦ, Em. Ion 413; ὁ προφητεύων τοῠ ἱροῠ, Her. 7, 111; ἡ μανία προφητεύσασα, Plat. Phaedr. 244 d; übh. wahrsagen, Sp., wie N. T.; auch = im Namen Gottes lehren u. ermahnen.
См. также в других словарях:
Εκάβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασίλισσα της Τροίας, δεύτερη σύζυγος του Πριάμου και κόρη του βασιλιά της Φρυγίας Δύμαντα. Μητέρα δεκαεννέα παιδιών, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και ο ομηρικός ήρωας Έκτορας. Σύμφωνα με την παράδοση, αφού επέζησε από… … Dictionary of Greek