Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τίναξε

См. также в других словарях:

  • τίναξε — τινάσσω shake aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

  • τσερβέλο — το, Ν 1. νους, μυαλό 2. κρίση, ευθυκρισία 3. φρ. α) «τού σήκωσε το τσερβέλο» τόν παρέσυρε β) «δεν κόβει το τσερβέλο του» δεν είναι έξυπνος γ) «τού τίναξε το τσερβέλο» τού τίναξε τα μυαλά στον αέρα, τόν σκότωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cervello] …   Dictionary of Greek

  • καράς — (I) ο 1. μαύρο άλογο 2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά… …   Dictionary of Greek

  • σκύταλον — τὸ, Α ρόπαλο, σκυτάλη, μαγκούρα («ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκυτάλη, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτισμός — ο έκφραση σε μια γλώσσα με ειδική σημασία, π.χ. «τα τίναξε» (πέθανε) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καράς — ο (λ. τουρκ.), μαύρο άλογο: Ταύτα είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς (ειδική φράση με κωμικό τόνο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυαλό — το 1. ο εγκέφαλος. 2. ο μυελός. 3. φρ., «Τίναξε τα μυαλά του στον αέρα», αυτοκτόνησε· «Έχει τετράγωνο μυαλό», έχει ορθή κρίση· «Πήραν τα μυαλά του αέρα», υπερεκτιμά τις ικανότητές του, επιθυμεί τα αδύνατα· «Μου πήρες τα μυαλά», με έκανες να σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάζω — και σκάνω και σκάω έσκασα, σκασμένος 1. μτβ., προκαλώ ρήγμα: Του έσκασαν το μπαλόνι και κλαίει. 2. μτφ., στενοχωρώ πολύ κάποιον: Τον έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του. 3. αμτβ., παθαίνω ρήγμα: Έσκασαν οι τοίχοι από το σεισμό. – Έσκασαν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τινάζω — τίναξα, τινάχτηκα, τιναγμένος 1. σείω, κλονίζω, τραντάζω: Τινάζω το δέντρο να πέσει καρπός. 2. αποδιώχνω: Τινάζω το χιόνι από το γιακά. 3. χτυπώ κάτι για να φύγει η σκόνη ή ό,τι άλλο υπάρχει: Τινάζω το χαλί και το τραπεζομάντιλο. 4. εκσφενδονίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»