-
1 τίνα
τίνα (= Lat. -
2 τιτίς
A a small chirping bird, Phot.
См. также в других словарях:
Τινάν, Κάρολος Αδαλβέρτος — (Tinan, 1803 – 1876). Γάλλος αντιναύαρχος. Διορίστηκε κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο αρχηγός του αποβατικού σώματος που κατέλαβε τον Πειραιά. Υπήρξε εχθρικός προς την Ελλάδα και αρνήθηκε κατηγορηματικά την ίδρυση υγειονομικής ζώνης μεταξύ Πειραιά και… … Dictionary of Greek