-
1 τίλφη
-
2 τιλφη
-
3 τίλφη
τίλφηfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 τίλφη
-
5 τίλφαις
τίλφηfem dat pl -
6 τίλφην
τίλφηfem acc sg (attic epic ionic) -
7 τίλφης
τίλφηfem gen sg (attic epic ionic) -
8 σίλφη
Grammatical information: f.Meaning: name of `an insect', `cockroach, carrion beetle' (Arist., Gal., Ael., AP).Other forms: τίλφη (Luc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: No etymology; τίλφη in Luc. can be an artificial Atticism (cf. Schwyzer 319). Form and meaning look a bit like σέρφος (s. v.). -- The τ\/σ is clearly a Pre-Greek variation. Furnée 167 etc. points to Lat. delpa, which may have the same source.Page in Frisk: 2,706-707Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίλφη
-
9 τίφη
-
10 σίλφη
-
11 τίφη
τίφη, ἡ,A one-grained wheat, einkorn, Triticum monococcum, Arist. HA 603b26 (pl.), Thphr.HP1.6.5, 8.1.1 (pl.), al., Diocl.Fr.113 (pl.), Gal.6.791, Plin.HN18.93; wrongly glossed by ὄλυρα, Hsch.2 = σίλφη 1, Poll.7.19, Phryn.268 (Lobeck for τίλφη, confirmed by cod. Laur.), Ael.NA8.13. (The quantity of ι is doubtful; pl. τίφαι is written in Thphr.HP8.1.1, Diocl. l.c., dat.τιφαῖς Arist.
l.c. (v.l. στιφαῖς).)
См. также в других словарях:
τίλφη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλφη — ἡ, Α βλ. σίλφη … Dictionary of Greek
τίλφαις — τίλφη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλφην — τίλφη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλφης — τίλφη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλφη — η / ΝΑ και τίλφη Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές σώμα, τής οικογένειας σιλφίδες (α. «οἷον σίλφη καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», Αριστοτ. β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι»,… … Dictionary of Greek
σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… … Dictionary of Greek
τεύτλο — το / τεῡτλον ΝΑ, και μτγν. απ. τ. σεῡτλον Α καθεμία από τις καλλιεργούμενες μορφές τού είδους Beta vulgaris ή Beta maritima, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος βέτα ή μπέτα τής οικογένειας χηνοποδιίδες, που … Dictionary of Greek