Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τίλφη

См. также в других словарях:

  • τίλφη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλφη — ἡ, Α βλ. σίλφη …   Dictionary of Greek

  • τίλφαις — τίλφη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλφην — τίλφη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλφης — τίλφη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίλφη — η / ΝΑ και τίλφη Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές σώμα, τής οικογένειας σιλφίδες (α. «οἷον σίλφη καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», Αριστοτ. β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • τεύτλο — το / τεῡτλον ΝΑ, και μτγν. απ. τ. σεῡτλον Α καθεμία από τις καλλιεργούμενες μορφές τού είδους Beta vulgaris ή Beta maritima, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος βέτα ή μπέτα τής οικογένειας χηνοποδιίδες, που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»