1 τέτρομος
τέτρομος, ὁ, = τρόμος, Gramm.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τέτρομος
τέτρομος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτρομος — ὁ, Α τρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τέτραμος*, κατ επίδραση τού τρόμος] … Dictionary of Greek