Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τέτμηνθ

  • 1 τέτμηνθ'

    τέτμηνται, τέμνω
    cut: perf ind mp 3rd pl
    τέτμηντο, τέμνω
    cut: plup ind mp 3rd pl (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > τέτμηνθ'

  • 2 τάμνω

    τάμνω (τάμνων, -οισαι; -ειν: aor. τᾰμον; τᾰμών: pass. pf. τέτμανθ coni.)
    b cut, carve

    γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.33

    c cut, stab ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει (“feriendo cruentavit,” Madvig) I. 4.36
    d cleave water, of ships καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἰονίαν τάμνων θάλασσαν (Mommsen: τέμνων codd.) P. 3.68 met., αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες (τὸ δὲ τάμνοισαι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν νεῶν εἴληπται· ὥσπερ γὰρ αἱ νῆες τρέχουσιν, οὕτως καὶ αἱ τῶν ἀνθρώπων ἐλπίδες ἀνὰ πολλὰ πράγματα φέρονται Σ.) O. 12.6
    e cut, carve μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἐκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (Schr.: τέτμηνθ codd., def. Forssman, 158) I. 6.22
    f decide

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.57

    Lexicon to Pindar > τάμνω

См. также в других словарях:

  • τέτμηνθ' — τέτμηνται , τέμνω cut perf ind mp 3rd pl τέτμηντο , τέμνω cut plup ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»