-
1 τέρυ
τέρυ· ἀσθενές, λεπτόν, Hsch. [full] τέρυας ἵππους· οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδδηφάγοι εἰσί. ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῖς, Id. [full] τερύνης· τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρων, ἢ δυσανάληπτος γέρων, Id. [full] τερύσκ-εται· νοσεῖ, φθίνει, and [suff] τερμόν-ετο· ἐτείρετο, Id. 0-0[[full] Τε]ρφεῖος, ὁ, a month at Mytilene or Eresus, Inscr.Magn.52.38 (restored by Bechtel Aeol.62).
См. также в других словарях:
τέρυς — υος, ὁ, ἡ, τέρυ Α (κατά τον Ησύχ.) α) (η αιτ. πληθ. τού αρσ.) τέρυας «ἵππους οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδηφάγοι εἰσί ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῑς» β) τέρυ «ἀσθενές, λεπτόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρην] … Dictionary of Greek