-
1 monstre
τέρας -
2 monstrum
τέρας -
3 nestvůra
τέρας -
4 netvor
τέρας -
5 obluda
τέρας -
6 stvůra
τέρας -
7 monstrum
τέρας -
8 potwór
τέρας -
9 ucube
τέρας παράξενος, τέρας ασχήμιας -
10 monster
['monstə]1) (( also adjective) (something) of unusual size, form or appearance: a monster tomato.) τέρας,τεραστίων διαστάσεων2) (a huge and/or horrible creature: prehistoric monsters.) τέρας3) (a very evil person: The man must be a monster to treat his children so badly!) τέρας,φοβερός άνθρωπος•- monstrously -
11 выродок
-дка α.έκτρωμα, εξάμθλωμα, ασχημάνθρωπος, τέρας•выродок рода человеческого έκτρωμα του ανθρώπινου γένους, τέρας της κοινωνίας.
|| σκιάχτρο, μορμολύκειο, μούμια. -
12 изверг
-а α.1. τέρας, απόβρασμα, κάθαρμα•изверг человечества απόβρασμα της κοινωνίας•
изверг природы τέρας της φύσης.
2. τύραννος, ψυχοβγάλτης, σταυρωτής. -
13 леший
-его α. τέρας, στοιχειό, ξωτικότων δασών. || (βρισιά) τέρας.εκφρ.к -ему – (απλ.) στο διάβολο•какого -его – (απλ.) τι στο διάβολο. -
14 урод
-
15 чудовище
-а ουδ.1. τέρας•чудовище сфинкс το τέρας η Σφιγξ.
|| πολύ άσχημος άνθρωπος. || ζώο πελώριο, τεράστιο.2. μτφ. πολύ σκληρός, σκληρόκαρδος• σκυλόψυχος. -
16 изверг
извергм ὁ τύραννος, τό τέρας. -
17 урод
уродм τό τέρας· О в семье не без \урода погов. κάθε κοπάδι ἐχει καί ἕνα ψωραλέο πρόβατο. -
18 чудовище
чудовищ||ес прям., перен τό τέρας. -
19 fiend
[fi:nd]1) (a devil: the fiends of hell.) δαίμονας2) (a wicked or cruel person: She's an absolute fiend when she's angry.) τέρας3) (a person who is very enthusiastic about something: a fresh air fiend; a fiend for work.) μανιακός•- fiendish- fiendishly -
20 freak
[fri:k]1) (an unusual or abnormal event, person or thing: A storm as bad as that one is a freak of nature; ( also adjective) a freak result.) τέρας/αλλόκοτο φαινόμενο2) (a person who is wildly enthusiastic about something: a film-freak.) μανιακός•
См. также в других словарях:
τέρας — sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
τέρας — το, ατος 1. καθετί που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη: Γέννησε τέρας με δύο κεφάλια. 2. καθετί υπερφυσικό και ασυνήθιστο: Είναι τέρας μνήμης. 3. μτφ., άνθρωπος κακός, ακόλαστος: Αφού είναι τέρας, καλό θα κάνει; 4. ασχημάνθρωπος, κακομοίρης: Αυτό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να … Dictionary of Greek
Τυφών — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που η κορφή του έφτανε στα άστρα και τα χέρια του στην Ανατολή και τη Δύση. Από τα μάτια του έβγαιναν φλόγες, και από τα εκατό κεφάλια του κραυγές και σφυρίγματα. Αποτελούσε προσωποποίηση της έκρηξης των… … Dictionary of Greek
τυφών — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που η κορφή του έφτανε στα άστρα και τα χέρια του στην Ανατολή και τη Δύση. Από τα μάτια του έβγαιναν φλόγες, και από τα εκατό κεφάλια του κραυγές και σφυρίγματα. Αποτελούσε προσωποποίηση της έκρηξης των… … Dictionary of Greek
Αχουιζότλ — Τέρας της μεξικανικής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση, το μισό μέρος του σώματός του ήταν φίδι και παραφύλαγε στις όχθες μιας λίμνης όπου και έριχνε τους περαστικούς. Οι ψυχές των πνιγμένων πήγαιναν στον παράδεισο … Dictionary of Greek
τεράεσσι — τέρας sign neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράτων — τέρας sign neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράων — τέρας sign neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερέων — τέρας sign neut gen pl (epic ionic) τέρος neut gen pl (epic doric ionic aeolic) τερέω bore through pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)